Κουνήθηκαν τα θεμέλια του κόσμου, γιατί κουνήθηκε η καρδιά του ανθρώπου. Καταπλακωμένη ήταν από τις πέτρες ετούτες που τις λεν Ιερουσαλήμ, κι από τις προφητείες και τις Δεύτερες Παρουσίες και τʼαναθέματα και τους Φαρισαίους και Σαδουκαίους και τους πλούσιους που έτρωγαν και τους φτωχούς που πεινούσαν, και το Θεό, τον Ιεχωβά, που έτρεχαν, στους αιώνες των αιώνων, από τα γένια του και τα μουστάκια τα αίματα των ανθρώπων στην αβυσσο. Απόπου κι αν τον άγγιζες, μούγκριζε...έναν καλό λόγο να του έλεγες σήκωνε τη γροθιά του. Θέλω κρέας, σου φώναζε. Κι αν του πρόσφερες θυσία ένα αρνί ή και τον πρωτογέννητο γιο σου, δε θέλω κρέατα, φώναζε, μη σκίζετε τα ρούχα σας, σκίζετε την καρδιά σας, κάντε τη σάρκα σας πνεύμα και το πνεύμα προσευχή και σκορπίστε το στον αγέρα.
Καταπλακωμένη ήταν η καρδιά κάτω από τις 613 γραμμένες εντολές του Εβραίικου Νόμου και τις χίλιες τις άγραφες, και δεν κουνούσε. Κάτω από τις Γένεσες, τα Λευιτικά, τους Αριθμούς, τους Κριτές και τις Βασιλείες, και δεν κουνούσε. Κι άξαφνα, την πιο αναπάντεχη στιγμή, αεράκι ανάλαφρο φύσηξε, όχι από τον ουρανό, κάτω από τη Γης, κι όλα τα φύλλα της καρδιάς του ανθρώπου κουνήθηκαν...ράισαν ευτύς, έγειραν κι άρχισαν να γκρεμίζονται, στην αρχή μέσα στην καρδιά, ύστερα στο μυαλό, κι ύστερα κι απάνω στη γη, οι πέτρες που τις λεν Ιερουσαλήμ κι οι προφητείες και τʼαναθέματα, κι οι Φαρισαίοι και οι Σαδουκαίοι, κι οι Κριτές κι οι Βασιλείες, κι ο ακατάδεκτος Ιεχωβά ζώστηκε πάλι την πέτσινη ποδιά του Πρωτομάστορα, πήρε ξανά το αλφάδι και το μέτρο, κατέβηκε στη γη κι άρχισε να γκρεμίζει κι αυτός τα περασμένα και να χτίζει, μαζί με τους ανθρώπους, τα μελλούμενα. Και πρώτα πρώτα άρχισε από το Ναό των Οβραίων στην Ιερουσαλήμ.
Το βράδυ, όταν γύρισε ο Ιησούς και κάθισε δίπλα στο σκαμνί του εμπρός στο τζάκι και κάρφωσε τα μάτια του στη φωτιά, ένιωσε ξαφνικά το Θεό μέσα του που βιάζουνταν. Δεν μπορούσε πια να περιμένει. Θλίψη κι αγανάκτηση τον κυρίεψε και νροπή. Μίλησε πάλι σήμερα, κούνησε απάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων τις φλόγες, οι αγαθοί ψαράδες και χωριάτες μια στιγμή τρόμαξαν, μα ευτύς βολεύτηκαν πάλι, ησύχασαν, σαν παραμύθι τους φάνηκαν όλες ετούτες οι φοβέρες και μερικοί αποκοιμήθηκαν απάνω στο ζεστό χορτάρι, νανουρισμένοι από τη φωνή του.
Κοίταζε τη φωτιά ανήσυχος, αμίλητος. Η Μαγδαληνή, όρθια στη γωνιά, τον κοίταζε κι ήθελε να του μιλήσει, μα δεν τολμούσε. Φορές ο λόγος της γυναίκας γλυκαίνει τον άντρα, φορές τον αγριεύει, το ʽξερε η Μαγδαληνή και σώπαινε.
Ησυχία. Το σπίτι μύριζε ψάρι και δεντρολίβανο, το παράθυρο της αυλής ήταν ανοιχτό, κάπου εκεί κοντά θα ʽχαν ανθίσει μουσμουλιές κι έρχονταν με το νυχτερινό αεράκι η μυρωδιά τους, γλυκειά και πιπεράτη.
Ο Ιησούς σηκώθηκε, έκλεισε το παράθυρο. Ήταν το χνότο του πειρασμού όλες ετούτες οι ανοιξιάτικες μυρωδιές, δεν ήταν ο αγέρας της ψυχής του. Καιρός να φύγει, να μπει στον αγέρα που του ταίριαζε, ο Θεός βιάζονταν.
Η πόρτα άνοιξε, μπήκε ο Ιούδας. Έπαιξε το γαλάζιο μάτι του, είδε το δάσκαλο με τα μάτια καρφωμένα στη φωτιά, την ορθοκάπουλη Μαγδαληνή, το Ζεβεδαίο πουʼχε αποκοιμηθεί και ροχάλιζε και κάτω από το λυχνάρι τον καλαμαρά που γρατζούνιζε και μουτζούρωνε το χαρτί...Κούνησε την κεφάλα του...αυτή ήταν λοιπόν η μεγάλη εκστρατεία τους? Έτσι κινούν να κυριέψουν τον κόσμο? Ένας αλαφροήσκιωτος, ένας γραφιάς, μία παρδαλή γυναίκα, μερικοί ψαράδες, ένας μπαλωματής, ένας γυρολόγος και χουζούρι στην Καπερναούμ? Κουλουριάστηκε στη γωνιά. Η γριά Σαλώμη είχε κιόλας βάλει σοφρά.
-Δεν πεινώ, έγρουξε αυτός, νυστάζω, κι έκλεισε τα μάτια να μη βλέπει.
Θυμάστε πώς περιδιαβαίναμε και χορεύαμε στη Γαλιλαία και διαλαλούσαμε: Όμορφη είναι η Γη, γη και ουρανός είναι ένα, τώρα θα ανοίξει ο Παράδεισος να μπούμε; Σύντροφοι, όνειρο ήταν, ξυπνήσαμε.
-Δεν υπάρχει βασιλεία των Ουρανών; ξεφώνισε ο Πέτρος τρομαγμένος.
-Υπάρχει Πέτρο, υπάρχει, μα μέσα μας. Μέσα μας η βασιλεία των ουρανών, έξω η βασιλεία του Πονηρού. Οι δύο βασιλείες παλεύουν, πόλεμος! Πόλεμος! Πρώτο χρέος να ρίξουμε κάτω, με το τσεκούρι ετούτο, το Σατανά.
-Ποιό Σατανά;
-Τον κόσμο ετούτο γύρω μας. Κουράγιο σύντροφοι, δε σας κάλεσα σε γάμο παρά σε πόλεμο. Δεν το ʽξερα, να με συμπαθάτε, μα όποιος από σας συλλογιέται γυναίκα, παιδιά, χωράφια, ευτυχία, να φύγει! Ντροπή δεν είναι, να σηκωθεί να μας αποχαιρετήσει ήσυχα και να πάει στο καλό, έχει ακόμα καιρό.
Σώπασε. Σβάρνισε γύρα τους συντρόφους, κανένας δεν κουνήθηκε. Ο αποσπερίτης κατρακυλούσε πίσω από τα μαύρα κλαριά του κέδρου, σαν μεγάλη σταγόνα νερού. Τα νυχτοπο΄λιυα τίναξαν τα σκοτεινά φτερά τους, ξύπνησαν, δροσερό αεράκι κατέβηκε από τα βουνά. Κι άξαφνα, μέσα στη βραδυνή γλύκα ο Πέτρος τινάχτηκε:
-Όπου η τρίχα σου ραββί και μένα η κεφαλή μου, φώναξε. Θα πολεμήσω μαζί σου, ως το θάνατο.
-Λόγο μεγάλο ξεστόμισες Πέτρο, δεν μου αρέσει. Δύσκολο δρόμο παίρνουμε. Πέτρο, θα μας ριχτούν οι άνθρωποι, ποιός θέλει τη σωτηρία του; Πότε σηκώθηκε ένας προφήτης να σώσει το λαό κι ο λαός δεν τον λιθοβόλησε; Δύσκολο δρόμο παίρνουμε, κράτα στα δόντια την ψυχή σου, Πέτρο, μη φύγει, αδύνατη η σάρκα, μην την εμπιστεύεσαι...Ακούς; σε σένα μιλώ Πέτρο.
Τινάχτηκαν στα μάτια του Πέτρου τα δάκρυα.
-Δεν με εμπιστεύεσαι ραβή; μουρμούρισε, μα εγώ που θωράς και δε μουʼχεις εμπιστοσύνη, μια μέρα θα πεθάνω για σένα.
Απλοχέρισε ο Ιησούς, πήρε, χάιδεψε το γόνατο του Πέτρου.
-Μπορεί!...μπορεί...μουρμούρισε...συμπάθα με Πέτρο αγαπημένε. Στράφηκε στους άλλους:
- Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής βάφτιζε με το νερό, είπε, και τον σκότωσαν. Εγώ θα βαφτίζω με τη φωτιά, σας το λέω απόψε καθαρά, να το ξέρετε, όταν πλακώσουν οι μαύρες ώρες, να μη μου παραπονιέστε. Προτού κινήσουμε, σας λέω πού πάμε: στο θάνατο...κι ύστερα από το θάνατο, στην αθανασία, αυτός είναι ο δρόμος, είστε έτοιμοι;
Οι σύντροφοι μούδιασαν, αυστηρή η φωνή ετούτη, δεν έπαιζε πια, δεν γελούσε, έκραζε στʼάρματα. Έπρεπε το λοιπόν για να μπουν στη βασιλεία των ουρανών, να περάσουν από το θάνατο;Δεν υπήρχε άλλος δρόμος; Ανθρώποι απλοί ήταν, φτωχοί, μεροκαματιάρηδες, κι αγράμματοι. Κι ο κόσμος πλούσιος και παντοδύναμος, πώς να τα βάλουν μαζί του; Και ναʼταν να ʽρχουνταν άγγελοι από τον ουρανό να τους βοηθήσουν! Μα ποτέ κανένας τους δεν είδε άγγελο να περπατάει στη γης και να βοηθάει τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους. Σώπαιναν το λοιπόν, μετρούσαν κρυφά μέσα τους, ξαναμετρούσαν τον κίνδυνο. Κι ο Ιούδας τους ακροκόχευε κι αχνογελούσε με καμάρι. Αυτός μονάχα δε μετρο΄σε, έμπαινε αυτός στον πόλεμο, καταφρονώντας το θανατο, δε νοιάζονταν για το κορμί του, μα μήτε και για την ψυχή του. Είχε αυτός ένα πάθος μεγάλο και χαρά μεγάλη να χαθεί για το χατίρι του.
Τέλος ο Πέτρος άνοιξε πρώτος το στόμα:
-Ραβή, θαʼρθουν άγγελοι από τον ουρανό να μας βοηθήσουν; ρώτησε.
-Εμείς είμαστε οι άγγελοι του Θεού απάνω στη γη, Πέτρο, αποκρίθηκε ο Ιησούς, άλλους αγγέλους δεν έχει.
-Μα θα τα βγάλουμε πέρα μoνάχοι μας; Τι λες και του λόγου σου δάσκαλε; ρώτησε ο Ιάκωβος.
Ο Ιησούς σηκώθηκε, έτρεμε το μεσόφρυδό του:
-Φευγάτε, φώναξε, παρατάτε με!
Ο Ιωάννης έσυρε φωνή.
-Ραβή, δε σε αφήνω μονάχο, μαζί σου ως το θάνατο!
-Μήτε κι εγώ, ραβή, πετάχτηκε ο Αντρέας κι αγκάλιασε τα γόνατα του ραβή.
Δύο δάκρυα χοντρά κύλησαν από τα μάτια του Πέτρου μα δε μίλησε. Κι ο Ιάκωβος έσκυψε το κεφάλι, παλικάρι ήταν, ντράπηκε.
-Και συ Ιούδα αδερφέ μου; ρώτησε ο Ιησούς βλέποντας τον κοκκινογένη νʼαγριοματιάζει όλους, βουβός.
-Εγώ δε λέω λόγια, αδρομίλησε αυτός και μήτε και κλαίω σαν τον Πέτρο. Όσο κρατάς το τσεκούρι θαʼμαι μαζί σου...το παράτησες; σε παράτησα. Δεν ακολουθώ εσένα το ξέρεις, ακολουθώ το τσεκούρι.
-Δεν ντρέπεσαι να μιλάς έτσι στο ραβή; έκαμε ο Πέτρος.
Μα ο Ιησούς χάρηκε.
-Έχει δίκιο ο Ιούδας, είπε, κι εγώ το τσεκούρι ακολουθώ σύντροφοι!
Ξάπλωσαν όλοι χάμω, ακούμπησαν στον κέδρο...τʼαστέρια πλήθυναν στον ουρανό.
-Από τη στιγμή ετούτη, είπε ο Ιησούς, ξεδιπλώνουμε το φλάμπουρο του Θεού, κινούμε για πόλεμο. Ένα άστρο κι ένας σταυρός είναι κεντημένα απάνω στο φλάμπουρο του Θεού. Η ώρα η καλή!
Σώπαιναν όλοι. Είχαν πάρει την απόφαση κι η καρδιά τους αντρείεψε.
Κατηφόριζαν αργά, λαχανιασμένα, κατά τη Νεκρή Θάλασσα. Φλόγες έχυνε ο ήλιος αποπάνω και τα κεφάλια τους έτριζαν. Μπροστά τους πυργώνονταν όλο και πιο ψηλά ανάερο τείχος, τα όρη του Μωάβ, πίσω τους άσπρα του ασβέστη τα όρη της Ιουδαίας. Όλο και στρούφιζε ο δρόμος και κατηφόριζε, βαθύ πηγάδι, κι η αναπνοή πιάνονταν.
-Κατεβαίνουμε στην Κόλαση...κατεβαίνουμε στην Κόλαση...διαλογίζονταν όλοι κι οσμίζονταν πίσσα και θειάφι
Το φως τους τύφλωνε, προχωρούσαν πασπατευτά, τα πόδια τους είχαν κάμει πληγές. Τα μάτια τους καίγονταν...κουδουνίσματα γρικήθηκαν, δύο καμήλες πέρασαν, δεν ήταν καμήλες, ήταν φαντάσματα, κι έλιωσαν μέσα στο λιοπύρι.
-Φοβάμαι...μουρμούρισε ο μικρός γιος του Ζεβεδαίου, ετούτη είναι η Κόλαση.
-Κουράγιο, του αποκρίθηκε ο Αντρέας, στην καρδιά της Κόλασης δεν το ʽχεις ακουστά? Βρίσκεται ο Παράδεισος.
-Ο Παράδεισος?
-Τώρα θα δεις...
Κάθεται η Ρώμη απάνω στα έθνη, με ανοιχτές τις παντοδύναμες αγκάλες και δέχεται τα καράβια, τα καραβάνια, τους θεούς και τους καρπούς όλης της γης και της θάλασσας. Δεν πιστεύει κανένα θεό και δέχεται ανέφοβα στην αυλή της, με ειρωνική συγκατάβαση, όλους τους θεούς ?μακριά από την πυρολάτρισσα Περσία, τον ηλιοπρόσωπο γιο του Αχούρα-Μάζδα, το Μίθρα, καβάλα πάνω στον άγιο μελλοθάνατο ταύρο...από την πολυμάσταρη χώρα του Νείλου την Ίσιδα, που ζητάει την άνοιξη, απάνω στʼανθισμένα χωράφια, τα δεκατέσσερα κομμάτια του αντρός κι αδελφού της, του Όσιρη, που τον διαμέλισαν οι Τυφώνες. Από τη Συρία, μέσα σε σπαραχτικά μοιρολόγια, τον πεντάμορφο Άδωνη, από τη Φρυγία, ξαπλωμένο σʼεπιτάφιο, σκεπασμένο με μαραμένους μενεξέδες, τον Άτη, από την αδιάντροπη Φοινίκη τη χιλιαντρούσα Αστάρτη, όλους τους θεούς και δαιμόνους της Ασίας και της Αφρικής κι από την Ελλάδα τον άσπρο απάνω Όλυμπο και το μαύρο τον Άδη.
Δέχεται όλους τους θεούς, άνοιξε δρόμο, καθάρισε τη θάλασσα από τους κουρσάρους, τη στεριά από τους ληστές, έφερε την τάξη και ειρήνη στον κόσμο. Από πάνω της κανένας, μήτε ο Θεός, από κάτω της όλοι, θεοι κι άνθρωποι, πολίτες και σκλάβοι Ρωμαίοι. Μυριοξόμπλαστο τυλιχτάρι κουλουριάστηκε ο Καιρός μέσα στη φούχτα της, κι ο Τόπος. Είμαι αιώνια, καυχήθηκε και χάιδεψε το δικέφαλο αιτό, που δίπλωσε κι αυτός τις αιματωμένες φτέρουγές του κι αναπαύεται στα πόδια της κυράς του. Τι λάμψη είναι ετούτη, τι αμετασάλευτη χαρά, ναʼσαι παντοδύναμη κι αθάνατη, συλλογίζεται η Ρώμη, και χύνεται ένα φαρδύ, παχύ χαμόγελο στο πολύσαρκο φκιασιδωμένο της πρόσωπο.
Χαμογελάει ευχαριστημένη και μήτε περνάει από το νου της για ποιόν άνοιξε τους δρόμους της στεριάς και της θάλασσας, για ποιόν μόχθησε, τόσους αιώνες, να φέρει την ασφάλεια και την ειρήνη στον κόσμο. Νικούσε, νομοθετούσε, πλούτιζε, απλώνονταν απάνω στην οικουμένη, για ποιόν?
Για τον ξυπόλητο που ανεβαίνει, την ώρα ετούτη, τον έρημο δρόμο από τη Ναζαρέτ στην Κανά και τον ακολουθούν ένα μπουλούκι κουρελήδες. Δεν έχει που να κοιμηθεί, τι να ντυθεί, τι να φάει...όλα του τα κελάρια και τʼαλόγατα και τα πλούσια μεταξωτά του βρίσκονται ακόμα στον ουρανό...μα κίνησαν και κατεβαίνουν.
Οδεύει μέσα στις σκόνες και τις πέτρες, τα πόδια του είναι αιματωμένα, κρατάει το ταπεινό βοσκοράβδι και κάποτε στέκεται, ακουμπάει απάνω του και σβαρνίζει, αμίλητος, γύρα τα βουνά, κι απάνω στα βουνά ένα φως, το Θεό, που κάθεται και βιγλίζει απο κει ψηλά τους ανθρώπους. Σηκώνει το βοσκοράβδι, τον χαιρετάει και ξακλουθάει την πορεία.
Ένας λιγνός, αλοίθωρος καμπουράκος, αυτός που κρατούσε το αγκάθινο στεφάνι, αρπάχτηκε από ένα ασπάλαθο, αντιστάθηκε:
-Δεν πάω πουθενά! φώναξε, βαρέθηκα. Πόσες νύχτες Τον κυνηγούμε; Πόσες χώρες και χωριά πατήσαμε; Μετράτε; Πήραμε αράδα τα Μοναστήρια των Εσσαίων στην έρημο της Ιδουμαίας, πατήσαμε τη Βηθανία, όπου κατασκοτώσαμε άδικα τον κακομοίρη το Λάζαρο, φτάσαμε στον Ιορδάνη, μα μας έδιωξε ο Βαφτιστής, δεν είναι λέει Εκείνος που ζητούμε, να φύγουμε! Φύγαμε, μπήκαμε στην Ιερουσαλήμ, ψάξαμε στο Ναό, στα παλάτια του Άννα, του Καιάφα, στα χαμόγια των Γραμματοφαρισαίων, κανένας! Όλοι άτιμοι, πόρνοι, ψεύτες, κλέφτες, φονιάδες, φύγαμε...Προσπεράσαμε πηλάλα την αφορισμένη Σαμάρεια, φτάσαμε στη Γαλιλαία, πήραμε σβάρνα τα Μάγδαλα, την Κανά, την Καπερναούμ, τη Βηθσαϊδά. Ψάχναμε από καλύβι σε καλύβι, από καίκι σε καίκι, βρίσκαμε τον πιο ενάρετο, τον πιο θεοφοβούμενο. «-Εσύ είσαι, του φωνάζαμε, τι κρύβεσαι; Σήκω να σώσεις τον Ισραήλ!». Κι αυτός έβλεπε τα σύνεργα που κρατούσαμε, τον έπιανε τρομάρα, κλωτσούσε και σκλήριζε: «-Δεν είμαι! Δεν είμαι!» και ρίχνονταν στο κρασί, στα χαρτιά, στις γυναίκες, μεθούσε, βλαστημούσε, πόρνευε, για να δούμε πως είναι αμαρτωλός, δεν είναι Εκείνος που ζητάμε, να γλυτώσει...Καπετάνιο, να με συμπαθάς, μα κι εδώ τα ίδια θα πάθουμε, του κάκου Τον κυνηγάμε, δε θα Τον βρούμε, ακόμα δεν γεννήθηκε.
- Άπιστε Θωμά, έκαμε ο Ιούδας και τον άρπαξε από το σβέρκο και τον κρατούσε ανάερο και γελούσε. Άπιστε Θωμά μου αρέσεις!
Στράφηκε στους συντρόφους:
-Είναι η βουκέντρα, εμείς τα βόδια τα καματερά, αφήστε τον να μας αγκυλώνει, να μην ησυχάσουμε ποτέ μας!
Στρίγγλιζε ο σπανός, πονούσε. Ο κοκκινογένης τον ακούμπησε κάτω στη γης. Γέλασε πάλι, σβάρνισε γύρα τους αλοσούσουμους συντρόφους:
-Πόσοι είμαστε; είπε. Δώδεκα. Ένας από την κάθε φυλή του Ισραήλ. Διαόλοι, αγγέλοι ,αντράκια, χαμαντράκια, όλες οι γέννες κι οι αποβολές του Θεού, διαλέγετε και παίρνετε!
Είχε κέφι, τα στρογγυλά γερακίσια μάτια του στραφτάλιζαν, άπλωσε τη φούχτα, έπιανε ένα ένα, από τον ώμο, με θυμό, με τρυφεράδα, τον περιεργάζουνταν στον αέρα, γελούσε, τον άφηνε, έπιανε άλλον:
-Γεια σου τσιγγούνη, φαρμακομύτη, αρπαχτονύχη αθάνατε Αβραμίκο. Και συ παληκαρά, φαφλατά και φαταούλα. Και συ θεοφοβούμενε και φοβιτσιάρη, δεν κλέβεις, δε μοιχεύεις, δεν σκοτώνεις, γιατί φοβάσαι. Όλες σου οι αρετές είναι θυγατέρες του φόβου. Και συ, γαιδουράκι αγαθό, που σε σπάζουν στο ξύλο κι αντέχεις, αντέχεις στην πείνα, στη δίψα, στο κρύο, στο βούρδουλα. Δουλευταράς, αφιλότιμος, σαγανογλείφτης, όλες σου οι αρετές είναι θυγατέρες της φτώχιας. Και συ παμπόνηρη αλεπού, που στέκεσαι απʼόξω από τη σπηλιά του λιόντα, του Ιεχωβά, και δεν μπαίνεις. Και συ, πρόβατο αγαθό, που ακολουθάς μπεμπερίζοντας το θεό που θα σε φάει. Και συ κομπογιαννίτη, γιε του Λευί, θεοπραματευτή, που πουλάς το Θεό με το δράμι, θεοταβερνιάρη, που κερνάς τους ανθρώπους Θεό και μεθούν και σου ανοίγουν το πουγγί τους και την καρδιά τους, θεοκατέργαρε. Και συ, μοχθηρέ, παθιασμένε, σκληροτράχηλε ασκητή, που θωράς το πρόσωπό σου και πλάθεις το Θεό μοχθηρό, πθιασμένο και σκληροτράχηλο και πέφτεις και τον προσκυνάς, γιατί σου μοιάζει. Και συ, που άνοιξε η ψυχή σου σαράφικο, κάθεσαι στο κατώφλι, βουτάς το χέρι στη σακκούλα, ελεείς το φτωχό, δανείζεις το Θεό, κρατάς κατάστιχο και γράφεις ?τόσες πεντάρες έδωσα ελεημοσύνη στον τάδε, την τάδε μέρα, την τάδε ώρα. Και παραγγέλνεις να σου βάλουν στο κιβούρι σου το κατάστιχο, να το ανοίξεις μπροστά στο Θεό, να κάμετε λογαριασμό, να εισπάξεις τα αθάνατα μιλιούνια. Και συ, ψεύτη, λογοπαραμυθά, που πατάς όλες τις εντολές του Θεού, κλέβεις, μοιχεύεις, σκοτώνεις κι ύστερα βάζεις τα κλάματα, στηθοδέρνεσαι, ξεκρεμάς την κιθάρα και κάνεις τραγούδι την αμαρτία. Κατέχεις, τετραπέρατε, πως όλα τα συγχωράει στον τραγουδιστή ο Θεός, γιατί ψοφάει για τραγούδι. Και συ, μυτερή βουκέντρα στα καπούλια μας Θωμά, κι εγώ, εγώ, η ζουρλοπαντιέρα, που πήραν αέρα τα μυαλά μου, παράτησα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου και ζητώ το Μεσσία! Όλοι μαζί, διαόλοι, αγγέλοι, αντράκια, χαμαντράκια, όλοι χρειάζονται στο μεγάλο μας σκοπό, απάνω του μωρέ παιδιά!
Γέλασε, έφτυσε στις παλάμες του, άπλωσε τις ποδάρες:
-Απάνω του μωρέ παιδιά, φώναξε πάλι και πήρε τρέχοντας τον κατήφορο κατά τη Ναζαρέτ.
Εκτός από τους εγχώριους ρασοφόρους τον αφόρισε και το Βατικανό βάζοντας τον "Τελευταίο Πειρασμό" στη Μαύρη Λίστα με τα απαγορευμένα για τους χριστιανούς βιβλία...και όχι μόνο αυτοί....κάτι ξευτυλισμένοι πολιτικάντηδες του ρίξανε τόσο λάσπη ώστε τελικά κατάφεραν να του στερήσουν το Νόμπελ...γύρω στο 1955 η Ακαδημία είχε αποφασίσει να βραβεύσει τον Καζαντζάκη όμως τελικά άλλαξαν γνώμη λόγω των διαμαρτυριών από τους εν λόγω πολιτικούς και βράβευσαν τον Άλμπερ Καμύ!! όταν βγήκε η ταινία του Σκορτσέζε στις αίθουσες, το 1988, τυφλωμένοι θρησκόληπτοι τα κάνανε γης μαδιάμ στις αίθουσες...άσε και τις ασέλγειες στον τάφο του Καζαντζάκη στην Κρήτη...και όλα αυτά johnny εναντίον ενός συγγραφέα ιδιαίτερα ένθεου!! αλλά η σχέση του με το Θεό απόλυτα Υδροχοίσια....και το εκάστοτε θρησκευτικό κατεστημένο, από αρχαιοτάτων χρόνων, πάντα χτύπαγε λυσσασμένα την ελεύθερη αναζήτηση του Θείου...
Ο Τελευταίος Πειρασμός
Καταπλακωμένη ήταν η καρδιά κάτω από τις 613 γραμμένες εντολές του Εβραίικου Νόμου και τις χίλιες τις άγραφες, και δεν κουνούσε. Κάτω από τις Γένεσες, τα Λευιτικά, τους Αριθμούς, τους Κριτές και τις Βασιλείες, και δεν κουνούσε. Κι άξαφνα, την πιο αναπάντεχη στιγμή, αεράκι ανάλαφρο φύσηξε, όχι από τον ουρανό, κάτω από τη Γης, κι όλα τα φύλλα της καρδιάς του ανθρώπου κουνήθηκαν...ράισαν ευτύς, έγειραν κι άρχισαν να γκρεμίζονται, στην αρχή μέσα στην καρδιά, ύστερα στο μυαλό, κι ύστερα κι απάνω στη γη, οι πέτρες που τις λεν Ιερουσαλήμ κι οι προφητείες και τʼαναθέματα, κι οι Φαρισαίοι και οι Σαδουκαίοι, κι οι Κριτές κι οι Βασιλείες, κι ο ακατάδεκτος Ιεχωβά ζώστηκε πάλι την πέτσινη ποδιά του Πρωτομάστορα, πήρε ξανά το αλφάδι και το μέτρο, κατέβηκε στη γη κι άρχισε να γκρεμίζει κι αυτός τα περασμένα και να χτίζει, μαζί με τους ανθρώπους, τα μελλούμενα. Και πρώτα πρώτα άρχισε από το Ναό των Οβραίων στην Ιερουσαλήμ.
Κοίταζε τη φωτιά ανήσυχος, αμίλητος. Η Μαγδαληνή, όρθια στη γωνιά, τον κοίταζε κι ήθελε να του μιλήσει, μα δεν τολμούσε. Φορές ο λόγος της γυναίκας γλυκαίνει τον άντρα, φορές τον αγριεύει, το ʽξερε η Μαγδαληνή και σώπαινε.
Ησυχία. Το σπίτι μύριζε ψάρι και δεντρολίβανο, το παράθυρο της αυλής ήταν ανοιχτό, κάπου εκεί κοντά θα ʽχαν ανθίσει μουσμουλιές κι έρχονταν με το νυχτερινό αεράκι η μυρωδιά τους, γλυκειά και πιπεράτη.
Ο Ιησούς σηκώθηκε, έκλεισε το παράθυρο. Ήταν το χνότο του πειρασμού όλες ετούτες οι ανοιξιάτικες μυρωδιές, δεν ήταν ο αγέρας της ψυχής του. Καιρός να φύγει, να μπει στον αγέρα που του ταίριαζε, ο Θεός βιάζονταν.
Η πόρτα άνοιξε, μπήκε ο Ιούδας. Έπαιξε το γαλάζιο μάτι του, είδε το δάσκαλο με τα μάτια καρφωμένα στη φωτιά, την ορθοκάπουλη Μαγδαληνή, το Ζεβεδαίο πουʼχε αποκοιμηθεί και ροχάλιζε και κάτω από το λυχνάρι τον καλαμαρά που γρατζούνιζε και μουτζούρωνε το χαρτί...Κούνησε την κεφάλα του...αυτή ήταν λοιπόν η μεγάλη εκστρατεία τους? Έτσι κινούν να κυριέψουν τον κόσμο? Ένας αλαφροήσκιωτος, ένας γραφιάς, μία παρδαλή γυναίκα, μερικοί ψαράδες, ένας μπαλωματής, ένας γυρολόγος και χουζούρι στην Καπερναούμ? Κουλουριάστηκε στη γωνιά. Η γριά Σαλώμη είχε κιόλας βάλει σοφρά.
-Δεν πεινώ, έγρουξε αυτός, νυστάζω, κι έκλεισε τα μάτια να μη βλέπει.
-Δεν υπάρχει βασιλεία των Ουρανών; ξεφώνισε ο Πέτρος τρομαγμένος.
-Υπάρχει Πέτρο, υπάρχει, μα μέσα μας. Μέσα μας η βασιλεία των ουρανών, έξω η βασιλεία του Πονηρού. Οι δύο βασιλείες παλεύουν, πόλεμος! Πόλεμος! Πρώτο χρέος να ρίξουμε κάτω, με το τσεκούρι ετούτο, το Σατανά.
-Ποιό Σατανά;
-Τον κόσμο ετούτο γύρω μας. Κουράγιο σύντροφοι, δε σας κάλεσα σε γάμο παρά σε πόλεμο. Δεν το ʽξερα, να με συμπαθάτε, μα όποιος από σας συλλογιέται γυναίκα, παιδιά, χωράφια, ευτυχία, να φύγει! Ντροπή δεν είναι, να σηκωθεί να μας αποχαιρετήσει ήσυχα και να πάει στο καλό, έχει ακόμα καιρό.
Σώπασε. Σβάρνισε γύρα τους συντρόφους, κανένας δεν κουνήθηκε. Ο αποσπερίτης κατρακυλούσε πίσω από τα μαύρα κλαριά του κέδρου, σαν μεγάλη σταγόνα νερού. Τα νυχτοπο΄λιυα τίναξαν τα σκοτεινά φτερά τους, ξύπνησαν, δροσερό αεράκι κατέβηκε από τα βουνά. Κι άξαφνα, μέσα στη βραδυνή γλύκα ο Πέτρος τινάχτηκε:
-Όπου η τρίχα σου ραββί και μένα η κεφαλή μου, φώναξε. Θα πολεμήσω μαζί σου, ως το θάνατο.
-Λόγο μεγάλο ξεστόμισες Πέτρο, δεν μου αρέσει. Δύσκολο δρόμο παίρνουμε. Πέτρο, θα μας ριχτούν οι άνθρωποι, ποιός θέλει τη σωτηρία του; Πότε σηκώθηκε ένας προφήτης να σώσει το λαό κι ο λαός δεν τον λιθοβόλησε; Δύσκολο δρόμο παίρνουμε, κράτα στα δόντια την ψυχή σου, Πέτρο, μη φύγει, αδύνατη η σάρκα, μην την εμπιστεύεσαι...Ακούς; σε σένα μιλώ Πέτρο.
Τινάχτηκαν στα μάτια του Πέτρου τα δάκρυα.
-Δεν με εμπιστεύεσαι ραβή; μουρμούρισε, μα εγώ που θωράς και δε μουʼχεις εμπιστοσύνη, μια μέρα θα πεθάνω για σένα.
Απλοχέρισε ο Ιησούς, πήρε, χάιδεψε το γόνατο του Πέτρου.
-Μπορεί!...μπορεί...μουρμούρισε...συμπάθα με Πέτρο αγαπημένε. Στράφηκε στους άλλους:
- Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής βάφτιζε με το νερό, είπε, και τον σκότωσαν. Εγώ θα βαφτίζω με τη φωτιά, σας το λέω απόψε καθαρά, να το ξέρετε, όταν πλακώσουν οι μαύρες ώρες, να μη μου παραπονιέστε. Προτού κινήσουμε, σας λέω πού πάμε: στο θάνατο...κι ύστερα από το θάνατο, στην αθανασία, αυτός είναι ο δρόμος, είστε έτοιμοι;
Οι σύντροφοι μούδιασαν, αυστηρή η φωνή ετούτη, δεν έπαιζε πια, δεν γελούσε, έκραζε στʼάρματα. Έπρεπε το λοιπόν για να μπουν στη βασιλεία των ουρανών, να περάσουν από το θάνατο;Δεν υπήρχε άλλος δρόμος; Ανθρώποι απλοί ήταν, φτωχοί, μεροκαματιάρηδες, κι αγράμματοι. Κι ο κόσμος πλούσιος και παντοδύναμος, πώς να τα βάλουν μαζί του; Και ναʼταν να ʽρχουνταν άγγελοι από τον ουρανό να τους βοηθήσουν! Μα ποτέ κανένας τους δεν είδε άγγελο να περπατάει στη γης και να βοηθάει τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους. Σώπαιναν το λοιπόν, μετρούσαν κρυφά μέσα τους, ξαναμετρούσαν τον κίνδυνο. Κι ο Ιούδας τους ακροκόχευε κι αχνογελούσε με καμάρι. Αυτός μονάχα δε μετρο΄σε, έμπαινε αυτός στον πόλεμο, καταφρονώντας το θανατο, δε νοιάζονταν για το κορμί του, μα μήτε και για την ψυχή του. Είχε αυτός ένα πάθος μεγάλο και χαρά μεγάλη να χαθεί για το χατίρι του.
Τέλος ο Πέτρος άνοιξε πρώτος το στόμα:
-Ραβή, θαʼρθουν άγγελοι από τον ουρανό να μας βοηθήσουν; ρώτησε.
-Εμείς είμαστε οι άγγελοι του Θεού απάνω στη γη, Πέτρο, αποκρίθηκε ο Ιησούς, άλλους αγγέλους δεν έχει.
-Μα θα τα βγάλουμε πέρα μoνάχοι μας; Τι λες και του λόγου σου δάσκαλε; ρώτησε ο Ιάκωβος.
Ο Ιησούς σηκώθηκε, έτρεμε το μεσόφρυδό του:
-Φευγάτε, φώναξε, παρατάτε με!
Ο Ιωάννης έσυρε φωνή.
-Ραβή, δε σε αφήνω μονάχο, μαζί σου ως το θάνατο!
-Μήτε κι εγώ, ραβή, πετάχτηκε ο Αντρέας κι αγκάλιασε τα γόνατα του ραβή.
Δύο δάκρυα χοντρά κύλησαν από τα μάτια του Πέτρου μα δε μίλησε. Κι ο Ιάκωβος έσκυψε το κεφάλι, παλικάρι ήταν, ντράπηκε.
-Και συ Ιούδα αδερφέ μου; ρώτησε ο Ιησούς βλέποντας τον κοκκινογένη νʼαγριοματιάζει όλους, βουβός.
-Εγώ δε λέω λόγια, αδρομίλησε αυτός και μήτε και κλαίω σαν τον Πέτρο. Όσο κρατάς το τσεκούρι θαʼμαι μαζί σου...το παράτησες; σε παράτησα. Δεν ακολουθώ εσένα το ξέρεις, ακολουθώ το τσεκούρι.
-Δεν ντρέπεσαι να μιλάς έτσι στο ραβή; έκαμε ο Πέτρος.
Μα ο Ιησούς χάρηκε.
-Έχει δίκιο ο Ιούδας, είπε, κι εγώ το τσεκούρι ακολουθώ σύντροφοι!
Ξάπλωσαν όλοι χάμω, ακούμπησαν στον κέδρο...τʼαστέρια πλήθυναν στον ουρανό.
-Από τη στιγμή ετούτη, είπε ο Ιησούς, ξεδιπλώνουμε το φλάμπουρο του Θεού, κινούμε για πόλεμο. Ένα άστρο κι ένας σταυρός είναι κεντημένα απάνω στο φλάμπουρο του Θεού. Η ώρα η καλή!
Σώπαιναν όλοι. Είχαν πάρει την απόφαση κι η καρδιά τους αντρείεψε.
-Κατεβαίνουμε στην Κόλαση...κατεβαίνουμε στην Κόλαση...διαλογίζονταν όλοι κι οσμίζονταν πίσσα και θειάφι
Το φως τους τύφλωνε, προχωρούσαν πασπατευτά, τα πόδια τους είχαν κάμει πληγές. Τα μάτια τους καίγονταν...κουδουνίσματα γρικήθηκαν, δύο καμήλες πέρασαν, δεν ήταν καμήλες, ήταν φαντάσματα, κι έλιωσαν μέσα στο λιοπύρι.
-Φοβάμαι...μουρμούρισε ο μικρός γιος του Ζεβεδαίου, ετούτη είναι η Κόλαση.
-Κουράγιο, του αποκρίθηκε ο Αντρέας, στην καρδιά της Κόλασης δεν το ʽχεις ακουστά? Βρίσκεται ο Παράδεισος.
-Ο Παράδεισος?
-Τώρα θα δεις...
Δέχεται όλους τους θεούς, άνοιξε δρόμο, καθάρισε τη θάλασσα από τους κουρσάρους, τη στεριά από τους ληστές, έφερε την τάξη και ειρήνη στον κόσμο. Από πάνω της κανένας, μήτε ο Θεός, από κάτω της όλοι, θεοι κι άνθρωποι, πολίτες και σκλάβοι Ρωμαίοι. Μυριοξόμπλαστο τυλιχτάρι κουλουριάστηκε ο Καιρός μέσα στη φούχτα της, κι ο Τόπος. Είμαι αιώνια, καυχήθηκε και χάιδεψε το δικέφαλο αιτό, που δίπλωσε κι αυτός τις αιματωμένες φτέρουγές του κι αναπαύεται στα πόδια της κυράς του. Τι λάμψη είναι ετούτη, τι αμετασάλευτη χαρά, ναʼσαι παντοδύναμη κι αθάνατη, συλλογίζεται η Ρώμη, και χύνεται ένα φαρδύ, παχύ χαμόγελο στο πολύσαρκο φκιασιδωμένο της πρόσωπο.
Χαμογελάει ευχαριστημένη και μήτε περνάει από το νου της για ποιόν άνοιξε τους δρόμους της στεριάς και της θάλασσας, για ποιόν μόχθησε, τόσους αιώνες, να φέρει την ασφάλεια και την ειρήνη στον κόσμο. Νικούσε, νομοθετούσε, πλούτιζε, απλώνονταν απάνω στην οικουμένη, για ποιόν?
Για τον ξυπόλητο που ανεβαίνει, την ώρα ετούτη, τον έρημο δρόμο από τη Ναζαρέτ στην Κανά και τον ακολουθούν ένα μπουλούκι κουρελήδες. Δεν έχει που να κοιμηθεί, τι να ντυθεί, τι να φάει...όλα του τα κελάρια και τʼαλόγατα και τα πλούσια μεταξωτά του βρίσκονται ακόμα στον ουρανό...μα κίνησαν και κατεβαίνουν.
Οδεύει μέσα στις σκόνες και τις πέτρες, τα πόδια του είναι αιματωμένα, κρατάει το ταπεινό βοσκοράβδι και κάποτε στέκεται, ακουμπάει απάνω του και σβαρνίζει, αμίλητος, γύρα τα βουνά, κι απάνω στα βουνά ένα φως, το Θεό, που κάθεται και βιγλίζει απο κει ψηλά τους ανθρώπους. Σηκώνει το βοσκοράβδι, τον χαιρετάει και ξακλουθάει την πορεία.
-Δεν πάω πουθενά! φώναξε, βαρέθηκα. Πόσες νύχτες Τον κυνηγούμε; Πόσες χώρες και χωριά πατήσαμε; Μετράτε; Πήραμε αράδα τα Μοναστήρια των Εσσαίων στην έρημο της Ιδουμαίας, πατήσαμε τη Βηθανία, όπου κατασκοτώσαμε άδικα τον κακομοίρη το Λάζαρο, φτάσαμε στον Ιορδάνη, μα μας έδιωξε ο Βαφτιστής, δεν είναι λέει Εκείνος που ζητούμε, να φύγουμε! Φύγαμε, μπήκαμε στην Ιερουσαλήμ, ψάξαμε στο Ναό, στα παλάτια του Άννα, του Καιάφα, στα χαμόγια των Γραμματοφαρισαίων, κανένας! Όλοι άτιμοι, πόρνοι, ψεύτες, κλέφτες, φονιάδες, φύγαμε...Προσπεράσαμε πηλάλα την αφορισμένη Σαμάρεια, φτάσαμε στη Γαλιλαία, πήραμε σβάρνα τα Μάγδαλα, την Κανά, την Καπερναούμ, τη Βηθσαϊδά. Ψάχναμε από καλύβι σε καλύβι, από καίκι σε καίκι, βρίσκαμε τον πιο ενάρετο, τον πιο θεοφοβούμενο. «-Εσύ είσαι, του φωνάζαμε, τι κρύβεσαι; Σήκω να σώσεις τον Ισραήλ!». Κι αυτός έβλεπε τα σύνεργα που κρατούσαμε, τον έπιανε τρομάρα, κλωτσούσε και σκλήριζε: «-Δεν είμαι! Δεν είμαι!» και ρίχνονταν στο κρασί, στα χαρτιά, στις γυναίκες, μεθούσε, βλαστημούσε, πόρνευε, για να δούμε πως είναι αμαρτωλός, δεν είναι Εκείνος που ζητάμε, να γλυτώσει...Καπετάνιο, να με συμπαθάς, μα κι εδώ τα ίδια θα πάθουμε, του κάκου Τον κυνηγάμε, δε θα Τον βρούμε, ακόμα δεν γεννήθηκε.
- Άπιστε Θωμά, έκαμε ο Ιούδας και τον άρπαξε από το σβέρκο και τον κρατούσε ανάερο και γελούσε. Άπιστε Θωμά μου αρέσεις!
Στράφηκε στους συντρόφους:
-Είναι η βουκέντρα, εμείς τα βόδια τα καματερά, αφήστε τον να μας αγκυλώνει, να μην ησυχάσουμε ποτέ μας!
Στρίγγλιζε ο σπανός, πονούσε. Ο κοκκινογένης τον ακούμπησε κάτω στη γης. Γέλασε πάλι, σβάρνισε γύρα τους αλοσούσουμους συντρόφους:
-Πόσοι είμαστε; είπε. Δώδεκα. Ένας από την κάθε φυλή του Ισραήλ. Διαόλοι, αγγέλοι ,αντράκια, χαμαντράκια, όλες οι γέννες κι οι αποβολές του Θεού, διαλέγετε και παίρνετε!
Είχε κέφι, τα στρογγυλά γερακίσια μάτια του στραφτάλιζαν, άπλωσε τη φούχτα, έπιανε ένα ένα, από τον ώμο, με θυμό, με τρυφεράδα, τον περιεργάζουνταν στον αέρα, γελούσε, τον άφηνε, έπιανε άλλον:
-Γεια σου τσιγγούνη, φαρμακομύτη, αρπαχτονύχη αθάνατε Αβραμίκο. Και συ παληκαρά, φαφλατά και φαταούλα. Και συ θεοφοβούμενε και φοβιτσιάρη, δεν κλέβεις, δε μοιχεύεις, δεν σκοτώνεις, γιατί φοβάσαι. Όλες σου οι αρετές είναι θυγατέρες του φόβου. Και συ, γαιδουράκι αγαθό, που σε σπάζουν στο ξύλο κι αντέχεις, αντέχεις στην πείνα, στη δίψα, στο κρύο, στο βούρδουλα. Δουλευταράς, αφιλότιμος, σαγανογλείφτης, όλες σου οι αρετές είναι θυγατέρες της φτώχιας. Και συ παμπόνηρη αλεπού, που στέκεσαι απʼόξω από τη σπηλιά του λιόντα, του Ιεχωβά, και δεν μπαίνεις. Και συ, πρόβατο αγαθό, που ακολουθάς μπεμπερίζοντας το θεό που θα σε φάει. Και συ κομπογιαννίτη, γιε του Λευί, θεοπραματευτή, που πουλάς το Θεό με το δράμι, θεοταβερνιάρη, που κερνάς τους ανθρώπους Θεό και μεθούν και σου ανοίγουν το πουγγί τους και την καρδιά τους, θεοκατέργαρε. Και συ, μοχθηρέ, παθιασμένε, σκληροτράχηλε ασκητή, που θωράς το πρόσωπό σου και πλάθεις το Θεό μοχθηρό, πθιασμένο και σκληροτράχηλο και πέφτεις και τον προσκυνάς, γιατί σου μοιάζει. Και συ, που άνοιξε η ψυχή σου σαράφικο, κάθεσαι στο κατώφλι, βουτάς το χέρι στη σακκούλα, ελεείς το φτωχό, δανείζεις το Θεό, κρατάς κατάστιχο και γράφεις ?τόσες πεντάρες έδωσα ελεημοσύνη στον τάδε, την τάδε μέρα, την τάδε ώρα. Και παραγγέλνεις να σου βάλουν στο κιβούρι σου το κατάστιχο, να το ανοίξεις μπροστά στο Θεό, να κάμετε λογαριασμό, να εισπάξεις τα αθάνατα μιλιούνια. Και συ, ψεύτη, λογοπαραμυθά, που πατάς όλες τις εντολές του Θεού, κλέβεις, μοιχεύεις, σκοτώνεις κι ύστερα βάζεις τα κλάματα, στηθοδέρνεσαι, ξεκρεμάς την κιθάρα και κάνεις τραγούδι την αμαρτία. Κατέχεις, τετραπέρατε, πως όλα τα συγχωράει στον τραγουδιστή ο Θεός, γιατί ψοφάει για τραγούδι. Και συ, μυτερή βουκέντρα στα καπούλια μας Θωμά, κι εγώ, εγώ, η ζουρλοπαντιέρα, που πήραν αέρα τα μυαλά μου, παράτησα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου και ζητώ το Μεσσία! Όλοι μαζί, διαόλοι, αγγέλοι, αντράκια, χαμαντράκια, όλοι χρειάζονται στο μεγάλο μας σκοπό, απάνω του μωρέ παιδιά!
Γέλασε, έφτυσε στις παλάμες του, άπλωσε τις ποδάρες:
-Απάνω του μωρέ παιδιά, φώναξε πάλι και πήρε τρέχοντας τον κατήφορο κατά τη Ναζαρέτ.