(ένα ρωσσικο "βαλς"...)
Που πάει το καράβι μας με το αμπάρι τρύπιο στα μελίγγια; Με κατάρτια τις τεντωμένες τρίχες που αναμένουν τους ανέμους της συγκίνησης, τα πέλαγα του έρωτα και τα βάθη των ωκεανών της ψυχής; Μας κοροϊδεύει ο Αίολος, μας φυλάκισε στους ασκούς του και ψιθυρίζει μύθους αδύναμους και αιθεροβάμονες. Λυπάμαι τις καταιγίδες που ξεσπάνε σε άψυχα ναυάγια και ζηλεύω την τόση τους μεγαλοδύναμη αγάπη για τα κουφάρια που πλέουνε στην επιφάνεια.
Το καράβι μου θα πάει Μόσχα και Βερολίνο, σε νανούρισμα και θρήνο, σε Αγαρηνούς λαθρεπιβάτες θα βρει πατρίδα και τον Οδυσσέα θα πλανέψει μακριά από την Ιθάκη για να βρει σπίτι. Στο κατάστρωμα η σκηνή για να παίξουμε τη σκηνή της λύτρωσης, με τσεχωφική λιτότητα και ένταση θαμμένη κάτω από τις πατούσες μας που αφήνουν αίματα στο χώμα, στην πορεία για τον κήπο με τις βυσσινιές. Ήμασταν παιδιά και μεγαλώσαμε. Είχαμε δεν είχαμε, κάψαμε τις αναμνήσεις και έμεινε η κορύφωση να μας περιμένει να ακολουθήσουμε τα βήματα του χορού που μας δίδαξε.
Ταξιδιώτης; Λαθρεπιβάτης; Συνοδοιπόρος; Ότι θέλεις στο πλήρωμα του χρόνου μου να γίνεις αυτοαποκαλούμενε Βοριά, αλλά μην τον ξοδεύεις. Έχω μετρήσει τα σούρουπα με περίσσια υπομονή για τα πανιά μου και ο ήλιος μετράει ανυπόφορα τις μέρες. Ξεσπάει τυφώνας στο σώμα που φυσά την αναπνοή μου και τα φρύδια μου έγιναν κεραυνοί πάνω από τα μάτια που βλέπουν προς τα πίσω και προς τα μέσα.
Τραβάμε κουπί ή μας διαλύει το κύμα στα βράχια. Δεν λάμπει ο Φάρος για πάντα, το φως τρεμοσβήνει στων σκέψεων τα ψέματα και των ονείρων τα σκοτάδια μένουν αδειανά, χωρίς λόγο να μυρίζουν από την άρμη των χειλιών που φίλησαν τη θάλασσα και ήπιαν από της ζωής την υγρή άβυσσο. Δεν έμαθα, δεν ξέρω, δεν είδα ούτε άκουσα Σειρήνες να τραγουδούν, τα βαλς των Νηρηίδων ηχούν μονότονα και ακολουθώ βαρετές φιγούρες όταν οι βαρκάρηδες κοιτάζουν πέρα από τα δίχτυα τους που βουτάνε στη γαλάζια απεραντοσύνη του βυθού και δεν έχουν απόχη για το νερό που κυλάει μέσα από τις παλάμες τους. Νερό θαλασσινό - καθρέφτης για τα αστέρια, για διψασμένα πρόσωπα και παραμορφωμένα μεγάλες προσδοκίες.
Το άφησα να φτάσει στην κουκέτα μου κι εκείνο έβρεξε τα παλιά μου τρύπια ρούχα. Τα στράγγιξα για να πιω δυο σταγόνες και ξεροβήχω σα γέρος καπετάνιος. Μυρίζω κοράλλια πορφυρά και τέρατα θαμμένα στη μαύρη άμμο, οι κίονες μιας χαμένης από κατακλυσμό πολιτείας μου έμπηξαν στους κροτάφους τα θεμέλια για μια νέα αναδυόμενη πατρίδα.
Η Ιθάκη μου είναι στο βυθό, μετράει το χρόνο ανάποδα χωρίς ρυθμό, και με θέλει πάντα Μόνο Βασιλιά στα ύδατα της ψυχής μου.
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ