Comptine d'un autre été - Yann Tiersen
Άνθισε ένα βράδυ και έμεινε σε όλη της ζωή στην ίδια τσιμεντένια γειτονιά. Φορούσε κόκκινο καπέλο και πράσινα φορέματα με ρίγες. Μοσχοβολούσε όπως όλες οι αδερφές της, τα αρώματα και οι ουσίες που μεθούν όσους πονάνε. Τη μύρισα καθώς γυρνούσα σπίτι, και θέλησα να την πάρω μαζί μου. Είχε σκοτάδι και δεν έβλεπα. Το πρωί που γύρισα, έλειπε. Έπεφτα για ύπνο κάθε βράδυ για να την ξαναμυρίσω και να σχηματίσω θολά τη φιγούρα της που δεν είχα καμμία πραγματική εικόνα για το πως μοιάζει.
Δεν μου προσέφεραν ποτέ στη γιορτή μου λουλούδια ευάλωτα και μονάκριβα, με ομορφιά για τον κόσμο ακατανόητη. Από αυτά που φυτρώνουν στις ρίζες δέντρων και κρύβονται μέσα σε θάμνους, που οι χωριάτες έφτιαχναν μαντζούνια και οι άνθρωποι της πόλης φτερνίζονταν και τα πετούσαν στα σκουπίδια. Έψαχνα το εντελβάις, το μυθικό λευκό λουλούδι των Άλπεων, και οι μαργαρίτες στην άκρη του δρόμου μου έγνεφαν περιφρονητικά και πέθαιναν κάθε χειμώνα.
Σήκωνα τη μύτη ψηλά και ρουφούσα τον αέρα των πάντων. Στην πόλη ρουφούσα καυσαέριο, και τις μυρωδιές των μπροστινών μου στο μετρό. Που και που, μια αμυδρή ελαφριά οσμή έφτανε και μου γαργαλούσε το μουστάκι, αλλά ξέφευγε καθώς γύριζα το κεφάλι για να την εντοπίσω.
Έτσι πέρασα τα χρόνια στα λιβάδια και τα πάρκα, στα βάζα φτωχών σαλονιών και καλοφτιαγμένων αρωματοπωλείων που σύχναζα. Ένα βράδυ εντελώς ξαφνικά, όπως συμβαίνει πάντα, εκεί που ονειρευόμουν ένα ψηλό βουνό και έναν μπλε ουρανό άρχισα να τρέχω και να παίρνω φόρα για να φτάσω στην κορυφή του. Έπεσα και έσπασα τη μύτη μου. Έτρεξε αίμα, μαζί και το άρωμά μου που ήταν φυλαγμένο από τότε που γεννήθηκα.
Έπρεπε να μείνω εκεί και να περιμένω, μέχρι να το ξαναβρώ και ως τότε τριγυρνούσα άοσμος και ανίκανος να οσφριστώ. Από το κακό όνειρο ξύπνησα με το ζόρι μετά απο ένα ολόκληρο καλοκαίρι και μισό φθινόπωρο.
Το χειμώνα αγουροξυπνημένος, έφυγα λυπημένος για ένα ποτάμι στο βορά που στέλνουν τους νέους αρωματοποιούς για τιμωρία κάποιοι παρανοΐκοί έμποροι, σαν και της δικιάς μας πόλης. Ανάμειξα πολλά διαφορετικά υλικά και έφερα στο μυαλό μου την ανάμνηση της δικιάς μου μυρωδιάς.
Θυμάρι, δυόσμος και κανέλα.
Γιασεμί, υάκινθος και ιδρώτας από πυρετό.
Κάστανο, μενεξές, αλμυρό νερό.
Κανένα αποτέλεσμα.
Ένα αγόρι από την απέναντι όχθη μου προσέφερε ένα μπουκαλάκι από το δικό του άρωμα. Μου ψέκασε λίγο στον καρπό μου και έπεισα τον εαυτό μου πως επιτέλους απέκτησα ξανά την χαμένη μου αίσθηση. Πλενόμουν συχνά στο ποτάμι, συνήθως χωρίς φως, τις νύχτες μόνος, και ακουμπούσα τον καρπό του χεριού μου στο πρόσωπο για να καταλάβω αν το άρωμα που μου χάρισε πότισε το δέρμα και είναι δικό μου. Κοιμόμουν τα πρωϊνά, χωρίς όνειρα με βουνά και λουλούδια σε κορυφές.
Ώσπου ένα απόγευμα που κάθισα για τελευταία φορά στην όχθη έτοιμος να την διασχίσω, όλα άλλαξαν. Ξαφνικά, όπως συμβαίνει πάντα, φτερνίστηκα με δύναμη και είδα κάτω από τη μύτη μου ένα κόκκινο λουλούδι. Δεν το μύρισα, από την τόση μου λαχτάρα το έφαγα και από το τόσο δυνατό του άρωμα, αποκοιμήθηκα με τα πόδια ακουμπισμένα στο νερό. Ένα βουνό και μπλε ουρανός, στον ύπνο μου. Στην κορυφή το σπάνιο εντελβάις των Άλπεων. Στάλες αίματος στο γρασίδι από τη σπασμένη μου μύτη του παλιού μου ονείρου, και μια κατακόκκινη νεογέννητη παπαρούνα στην άκρη του δρόμου. Έφτασα σπίτι αυτό το καλοκαίρι χωρίς και πάλι να ξέρω πως φτιάχνεται το άρωμά μου, αλλά με την παλιά μου θολή εικόνα για τα λουλούδια και τον έρωτα. Δεν ξέρω πως μυρίζει, αλλά τη λένε "παπαρούνα".
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ