«Είμαι φάντασμα και ο κόσμος μου είναι θλιμμένος. Η ζωή βρίσκεται έξω από τα κλειστά παράθυρα της αιώνιας κατοικίας μου. Ξαπλώνω στον ξεφτισμένο καναπέ και ρουφάω τους κόκκους της σκόνης που λερώνουν το χαλί, μαζί με τις κλωστές, τα υπολείμματα καπνού, τις στάχτες από τα καμμένα τσιγάρα, τις σταγόνες από τα άδεια κουτάκια μπύρας, τα ψίχουλα και τα νάυλον υπολείμματα από το φαγητό που απέμεινε από προχθές. Δεν πιάνω πολύ χώρο, αφού σώμα δεν έχω. Οι άνθρωποι κάθονται δίπλα μου χωρίς να νιώθουν την ύπαρξη μιας ψυχής που παραμένει ζωντανή σαν το κορμί τους, να αναπνέει ζεστά σκαρφαλώνοντας στο λαιμό τους. Μιλούν συνεχώς, βγάζοντας όλο τον αέρα από τα πνευμόνια τους και γελούν με ανέκδοτα, κλαίνε σαν λυπούνται και τρώνε με λαιμαργία το μεσημεριανό τους, πίνουν φτηνά κρασιά και ύστερα αποκοιμούνται στον ώμο μου. Με σφίγγουν ολόγυρα στον βαθύ τους ύπνο, και κάποτε εξομολογούνται όσα βλέπουν στα όνειρά τους. Κι εγώ είμαι εκεί, δίπλα τους, μονάχος, να τους φροντίζω στα κρυφά και να τους βλέπω να χαμογελούν κουλουριασμένοι στη νοερή αγκαλιά μου. Είμαι εκεί, μονάχος να εξιχνιάζω τα μυστήρια της απόκοσμης ύπαρξής μου. Στριφογυρνώ στα δωμάτια και κρυφοκοιτάζω από την κλειδαρότρυπα με την ελπίδα να δω πως υπάρχει η έξοδος. Αν τυχόν έξω από το μικρό αυτό διαμέρισμα, βρίσκεται ο δρόμος για τον κήπο της Εδέμ. Οδός Παραδείσου λέγεται ο δρόμος του σπιτιού μου. Και δε μπορεί, λέω. Κάπου εδώ κοντά θα βρίσκεται, στον αριθμό 23. Ίσως αν ανέβω αύριο τα σκαλιά για την ταράτσα, να δω μέχρι που φτάνει και ύστερα να πετάξω προς το μέρος του. Αλλά φυλακίστηκα εδώ μέσα, και οι προσευχές μου δε φτάνουν να λύσουν τα μάγια και η κλειδωμένη πόρτα επιτέλους να ανοίξει. Εξοργίζομαι και ουρλιάζω τόσο, που το κορμί σου ανατριχιάζει και σπαρταρά από ηδονή. Οι κόρες των ματιών μου είναι λευκές και όταν γυρίσεις να με δεις θα τρομάξεις, και δεν το θέλω. Τα βαζάκια από το ράφι πέφτουν και σπάνε, χαρτιά ξεπηδούν τσαλακωμένα από τη βιβλιοθήκη και πετούν επάνω από το κεφάλι σου. Και τα τραγούδια μου, που ποτέ δεν ακούστηκαν στα χρόνια που ζεις, παίζουν στο παλιό γραμμόφωνο με το τρίξιμο της πόρτας. Σου ζητάω μια χάρη. Φτιάξε μια ιστορία για εμένα και πες την στον κόσμο. Βάλε τη φαντασία σου να πλάσει ό,τι εσύ θέλεις και μη λάβεις υπόψιν καμμία αλήθεια. Εξάλλου δε γνωρίζεις το παραμικρό για την προηγούμενη ζωή μου. Δεν πειράζει… Οι ιστορίες είναι όλες τους ψεύτικες, αλλά ικανοποιούν τις επιθυμίες μου. Η βρύση που συνεχώς στάζει στο μπάνιο σου και αναγκάζεσαι να φτιάχνεις κάθε ημέρα κι απορείς γιατί, στάζει εξαιτίας μου. Δάκρυα χαράς που μιλάς για εμένα. Πάρε το μολύβι σου και ζωγράφισε στο τετράδιο που σου δείχνω, πώς πιστεύεις πως είναι η μορφή μου. Την αγάπη που κρύβω στη σκιά μου, τα πάθη, τις ανομολόγητες σκέψεις και τα πρωινά του Σαββάτου που θυμάμαι με νοσταλγία. Γράψε τι νομίζεις πως έχω μέσα στη άπνοη καρδιά μου, πως θα σου άρεσε να είναι το κορμί μου, και πώς κάνω έρωτα. Τραγούδησε τα λόγια που νομίζεις πως λέω μεθυσμένος και τους θρήνους μου για τα δεινά των ανθρώπων. Θέλω δυο - τρεις συλλαβές σου που να δείχνουν πως κάποτε υπήρξα, ή θα υπάρξω στο μέλλον, επειδή δε θυμάμαι αν έχω γεννηθεί ή βρίσκομαι νεκρός σε αυτό το σπίτι για πάντα. Μη λυπηθείς αυτό που είμαι. Ό,τι δεν είναι από χώμα δεν αξίζει να το ποτίζεις με δάκρυα. Είμαι αέρας που ανακατεύει τα μαλλιά σου, μην κλάψεις για εμένα. Ούτε εγώ λυπάμαι όταν φυσάει. Πάντα περιμένω τους ανέμους να φέρουν την καταιγίδα ή να διώξουν τα σύννεφα αφήνοντας τον Ήλιο να λάμψει. Άσε με να έρχομαι τις νύχτες στους εφιάλτες σου και όταν προετοιμάσεις τον εαυτό σου καλά, κάλεσέ με για να σε επισκεφτώ την ημέρα. Τότε θα δεις μια θολή φιγούρα να υποκλίνεται μπροστά σου και με χειρονομίες που υποδηλώνουν την παλιά εποχή στην οποία ανήκω, θα καταλάβεις πως τώρα έπρεπε να είναι τα χρόνια που θα ζούσαμε μαζί. Αλλά δεν είναι. Δεν το σκέφτηκες ποτέ, αλήθεια… Δεν θα το μάθεις ποτέ κι είναι κρίμα. Θα το ξέρω μονάχα εγώ και θα το γράψω στο βιβλίο των νεκρών για να το ξεφυλλίζουν τα βράδια που μένουν μόνοι. Είναι αμέτρητοι σαν κι εμένα, και το χειρότερο είναι πως πολλοί δεν το γνωρίζουν. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως είσαι κι εσύ, αλλά το διέψευσες όταν σε είδα να χορεύεις. Εγώ δε χορεύω ποτέ με τα πόδια μου πάνω στη γη. Εγώ είμαι νεκρός κι εσύ ζωντανή. Και έρωτάς μου για εσένα, ανίερος. Πήγαινε. Βρες κάποιον σαν εσένα. Φύγε, είσαι ελεύθερη από τις στοιχειωμένες μου σκέψεις», αναστέναξε και το βλέμμα του έπαψε πια να απευθύνεται στο δικό της.
Kαλή ψυχολογία δεν έχω, καλή διάθεση επίσης δεν έχω... Ψυχοπλακωμένη με δόση κατάθλιψης σήμερα όντας έχω όλη την καλή διάθεση & ευελπιστώ ότι όλοι οι φίλοι & φίλες εδώ μέσα να είναι πολύ καλά,πολύ χαρούμενοι & ανανεωμένοι & με το κεφάλι ψηλά!!!! Τέλος ο ανάδρομος!!!! Φιλιά πολλά & τις καλημέρες μου σε όλους!!!!
Phantom