Χτες, γύρισα σπίτι και η στάχτη είχε μπει παντού, είχε καθίσει στα έπιπλα, στο πάτωμα, στα παράθυρα. Λες και τίποτα δε θα με έκανε να νιώσω ασφαλής ακόμα κι αν κλείδωνα την πόρτα. Όχι, η φωτιά δε με απειλούσε, «προστατεύομαι» από το ατέλειωτο τσιμέντο αυτής της πόλης. Οι φλόγες, ο καπνός είναι πολύ μακριά μου. Μα και πάλι, εγώ γιατί νιώθω πως κινδυνεύω, πως η προστασία του σπιτιού μου είναι απατηλή; Τελικά τι είναι το σπίτι μας; Τα τετραγωνικά που μας «ανήκουν» για να τοποθετήσουμε εν είδει τροπαίων έπιπλα και συσκευές; Γιατί αυτό το σπίτι οριοθετείται μόνο σε αυτά τα τετραγωνικά, αρχίζει και τελειώνει στο κουδούνι της εξώπορτας; Και αυτό το έξω, τι είναι; δεν είναι δικό μας; δε μας αφορά, επειδή δε μας ανήκει;Κάποτε το έξω με το σπίτι μας εξομοιώνεται, γίνεται ένα. Κάποτε φτάνει μια φωτιά για να σε βγάλει έξω από το σπίτι σου. Κάποτε μπορεί κάποιο καλό να γεννηθεί μέσα στα αυτά τα αποκαΐδια…. Ίσως εμείς αναγεννημένοι, ζωντανοί, έτοιμοι να νιώσουμε τον κόσμο σπίτι μας.
Υ. Γ. Χτες άνθισε το νυχτολούλουδο στην αυλή.
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ