Γιόμωσε η Σελήνη κι όλα τα πεινασμένα τρωκτικά ταίσε σαν φώτισε,φούσκωσαν τα νερά κι είπαν οι Κορμοράνοι ότι είχαν μέρες να δουν τόσα ψάρια να μαζεύονται γύρω από το φως παραγαδιού το βράδυ.
Μα να..μια σκιά πλανάται προς το νερό της λίμνης όπου όλα τα πλάσματα του Θεού λιάζονται κάτω απο το φώς της.Άνοιξαν δρόμο τα πετεινά, μάζεψαν τα νεογνά τους κι οι λύκοι προσκύνησαν αυτοκρατορικά σαν σε πρόγονο της αγελικής τους δυναστείας.
Το αγόρι που κανένας δεν πίστευε πως ποτέ θα γίνει άντρας,έβγαλε απαλά τα ρούχα του και κάρφωσε τα σκήπτρα του στο υγρό χώμα της όχθης της λίμνης,άφησε την κορώνα του γερμένη στο πλάι με το σταυρό στην κορυφή να χώνεται βαθιά μέσα στη λάσπη.Ναι, όλα μπορούσαν να δούν πόσο μεγάλωσε,τρίχες κάλυπταν το στέρνο του και το κουτουπιέ του.Βάδισε μέχρι την άκρη του νερού.
"Ολα τα βασίλεια μου να για εισέλθω μέσα στο νερό."
Κι ύστερα η σελήνη ολόγιομα αυτοκρατορική απο ποτέ είπε:
"Mα τα βασίλεια σου αφέντη βρίσκονται μέσα στο νερό."
ένας μικρός λύκος σήκωσε το κεφάλι του απο περιέργεια,ο άντρας φορούσε φωτεινή κορώνα τωρα.
Ηταν η σελήνη που φώτιζε απο πίσω του,ακριβώς πάνω στο κεφάλι του.
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ