Μαρία, Μαρία, Μαρία,
Ασε με νάμπω Μαρία,
Δε μπορώ έξω στους δρόμους.
Μαρία το
βλέπεις -
που ανάμεσα
στα δόντια μου κρατάω
- πάλι -
το μπαγιάτικο ψωμάκι
απ' το χτεσινό
σου χάδι.
Μαρία. Ανοιξε.
Πονάω.
Βλέπεις μες στα μάτια μου μπήχτηκαν
οι καρφίτσες των
γυναικείων καπέλων.
Μαρία,
Φοβάμαι μην ξεχάσω τ' όνομά σου,
όπως
φοβάται μην ξεχάσει ο ποιητής
μια λέξη που γεννήθηκε
στις
ωδίνες της νύχτας
μια λέξη μεγάλη σαν το Θεό.
Δε θέλεις Μαρία;
Δε θέλεις;
Λοιπόν θα ξαναπάρω πάλι
σκυφτός και σκοτεινός την καρδιά
μου
ποτισμένη με δάκρυ
για να την κουβαλήσω
σαν το σκυλί που κουβαλάει
στην
τρύπα του
το πόδι του που τούκοψε το τραίνο.
Χίλιες φορές θα στροβιλίσει ο
ήλιος
σε χορό της γης,
όπως η Ηρωδιάδα
την κεφαλή του Βαπτιστή.
Κι όταν τα
χρόνια μου
τα χορέψει ως το τέλος,
μ' εκατομμύρια στάλες
αίμα
θάχουν στρωθεί τα χνάρια μου στο
δρόμο
ως το κατώφλι του Πατέρα.
Παραμερίστε.
Δε θα μου
φράξετε το δρόμο.
Κοιτάχτε αποκεφάλισαν ξανά τ' αστέρια
ματωμένος ουρανός σα σφαγείο.
Εϊ, εσύ ! Ουρανέ !
Βγάλ' το καπέλο σου.
Εγώ
περνάω.
Ησυχία !
Κοιμάται η οικουμένη
ακουμπώντας το
τεράστιο αυτί της
πάνω στο χέρι της το ολόστικτο
απ' τα τσιμπούρια των
άστρων.
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ