Γιʼ αυτούς, μίλησαν πρώτα ένα ζευγάρι «ειδικών»,
με ενοχλητικές παρατηρήσεις, όταν αναρωτήθηκαν για την παράλογη αίσθηση
του μέτρου, την πλήρη έλλειψη κάποιας σύλληψης και το ποιος φωστήρας
αποφάσισε να τοποθετήσει αυτούς τους δύο πίνακες μαζί. Αργότερα ήταν
εκείνος ο χοντρός που μύριζε σκόρδο και στα κρυφά την άγγιξε και τέλος,
όταν έφυγαν όλοι, ο βραδινός φύλακας που γυρνούσε τις αίθουσες τις
πινακοθήκης με ένα τρανζίστορ που έπαιζε στην διαπασών τσιφτετέλια…
Κάπου εκεί αυτή δεν άντεξε και ψιθύρισε στον «Ισορροπιστή» δίπλα της,
μιας και αυτός ήταν πιο παλιός και είχε πείρα. «Αλλιώς την περίμενα την
πρώτη μου μέρα εδώ. Μα τι τσίρκο Θεέ μου!» του είπε. «Που να δεις τι
γίνεται τις Κυριακές… καλά πως έμπλεξες εσύ εδώ;» αναρωτήθηκε.
Του εξήγησε με λίγα λόγια πως από την εποχή που υπήρξε ένα απλό παστέλ
προσχέδιο θυμόταν τον δημιουργό της, έναν τύπο άνετο, να πίνει κόκκινο
κρασί, να ακούει Μπαχ και να μην βιάζεται, σε αντίθεση με την μάνατζερ
του που ήθελε να την ξεπουλήσει. Έτσι μετά από μια έντονη διαφωνία και
κάπου πάνω στο πείσμα του, την τελείωσε σε μία νύχτα και μετά έφυγε για
πάντα, ανέβηκε σε ένα βουνό και βρήκε γαλήνη. Όπως ήταν φυσικό,
δημιουργήθηκε ολόκληρος μύθος γιʼ αυτό το σύγχρονο αναχωρητή, καθώς ήταν
το τελευταίο του έργο. Η λάμια βρήκε την ευκαιρία να την χρυσοπουλήσει
με περίσσεια χαράς σʼ ένα γνωστό συλλέκτη και αυτός με την σειρά του, σε
μια κίνηση αβρότητας, την παρέδωσε στα χέρια της διευθύντριας αυτής της
πινακοθήκης. Του έδωσε να καταλάβει πως από όνειρο ζωής κατήντησε να
γίνει είδος συναλλαγής και δωρεά. «Εσύ;» του ξεφούρνισε στο τέλος.
«Η δική μου περίπτωση είναι τελείως διαφορετική», της είπε
αναστενάζοντας ο Ισορροπιστής. Τον είχε ζωγραφίσει ένας πολύ παράξενος
άνθρωπος που στην ουσία έκανε σε όλη του την ζωή μόνο δύο έργα το
«Δάσος», ένα νεανικό του αριστούργημα, και τον ίδιο. Ένας άνθρωπος πολύ
μοναχικός, άφιλος, μονομανής καταραμένος τύπος και ιδιαίτερα βαρετός.
Έγινε διάσημος γιατί έκανε δεκάδες προσχέδια που ποτέ δεν ολοκλήρωσε,
προσχέδια τσαλακωμένα, σχισμένα που μετά τον θάνατό του πήραν τεράστια
αξία. Ξέρεις τώρα τους ανθρώπους, όταν μυρίσουν Δράμα ενθουσιάζονται.
«Όπως καταλαβαίνεις, είμαι ένα πολύ διάσημο έργο, δεν πουλήθηκα,
θεωρήθηκα εθνική περιουσία. Χαίρομαι πολύ που ήρθες.» της είπε,
προσπαθώντας να τεντώσει τον καμβά στο πρόσωπο, δίχως να χάσει την
ισορροπία του, χαράζοντας μια υποψία χαμόγελου. «Και εγώ χαίρομαι, θα
κάνουμε παρέα κάθε βράδυ.» απάντησε το κορίτσι. Κάπου εκεί εμφανίστηκε η
στυφή διευθύντρια της πινακοθήκης σχολιάζοντας την αισθητική των δύο
έργων. «Oh, mon Dieu, τι φρίκη… αλλάξτε τους θέση αμέσως» διέταξε.
Έτσι έβαλαν το «Κορίτσι με το κόκκινο κρασί» δίπλα σε ένα «Κουφό αυτί»
και τον «Ισορροπιστή» φάτσα-κάρτα να κοιτάζει μια «Νεκρή φύση». Σε
ανθρώπινα πλαίσια δεν υπήρξε ποτέ το περιθώριο για διάλογο.
Διασκευή βασισμένη σε ομώνυμο κόμικ του Γ. Μπότσου
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ