Ο Βασίλης ήταν δεκάξι χρονών.Ηταν ο μεγάλος τους ,ο πρωτογιός τους.Η μάμη η Ελένη δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το χαμό του.Στα τελευταία της του έπιανε κουβέντα σαν ντ'ταν ζωντανός και καθόταν δίπλα της.Το αγόρι ηταν βοσκός .Έφευγετο ξημέρωμα και και γύριζε τ'απόγευμα.Συνήθως πήγαινε στις Γλυφωνιές,στη λίμνη και πότιζε τα ζωντανά.Μια μέρα άνοιξη ήταν,της τον φέρανε της Μάμης πνιγμένο.Στάζανε ακόμα απ' τα ρουχαλάκια του νερά.Τους είπανε οτι κοιταζότανε στο νερό της λίμνης κι έφτιαχνε τη χωρίστρα του,ζαλίστηκε..έπεσε..και πνίγηκε..Μεσα σε δύο μέτρα λίμνη,μέσα σε δυο μέτρα νερό.Η λίμνη δεν ήταν αληθινή.Την είχαν φτιάξει η βοσκοί για να ποτίζουν τα ζωντανά.
Με τα χρόνια που πέρασαν τα ζαμπάκια που είχε φυτέψει πολλύνανε και γεμίσανε τον τόπο.Ολο τον χρόνο τον θυμάται η Μάμη τον Βασίλης της.Αλλά την άνοιξη πια..τον συναντάει,λέει,σε κάθε βήμα της,καθώς βλέπει τα ζαμπάκια του.Και πάντα του κοβε ζαμπάκια και τάκουμπαγε στον τάφο του.
*ζαμπάκι στα συμιακά είναι ο νάρκισσος.
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ