Προσπάθησε να του γλυκάνει τις πληγές. Μύριζε γλυκάνισο απο μακριά, γλυκάνησο μύριζαν οι πληγές.Γλυκάνισο και βασιλικό.
Κάποιος είπε: " Για δες αλλοκοτιά, αίμα δεν δεν έπεσε χαμω. Σαν να μην είχε δράμι απο τούτη την ομορφιά."
Κι εκείνη τον σκούπιζε, του σκούπιζε τα πόδια σαν ταχα να κυλάγαν αίματα. Τον εαυτό της να ξεγελάσει , πως ταχα έχει γιο.Πως ταχα είναι μαζί της.Ποιον κορόιδευε; Τον εαυτό της; Οχι. Εκείνους κορόιδευε,να βαρεθούν να φύγουν , να την αφήσουν ήσυχη. Να τον κλάψει αληθινά,κι όχι έτσι ψεύτικα με τσαρλατανιές και μυθεύματα. Ετσι όπως τ'αξιζε. Μητε τα πόδια να του αγγίζει , μα μήτε να ροβολάει γύρω τους σαν τις αλλες.
Νύχτωσε κι όλοι φύγαν.Εμεινε μόνη της. Σηκώθηκε , είχαν γρατζουνιστεί τα γόνατα της, χάλια οι παλάμες της. Στάθηκε μπροστά του. Τον κοίταξε ευθής στο πρόσωπο. "Φεύγω" του είπε, όχι ψιθυριστά. "Τους κράτησα μακριά σου." τέλεψα το χρέος μου. Τώρα έπρεπε να φύγει κι εκείνη, ήταν το τελευταίο του σύνορο.Απομακρύνθηκε.Βλέμμα δεν του έριξε πίσω.
Μια λάμψη υπόκωφη άστραψε απο το πουθενά ενω εκείνη χανόνταν στην πεδιάδα. Ξημέρωσε η γή. Βλεμμα δεν του ριξε εκείνη πίσω.
http://www.youtube.com/watch?v=55Zy8VPFP-E
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ