παρακαλώ περιμένετε...
ΦΥΛΕΣ ΤΩΝ ΖΩΔΙΩΝ
Πλούτωνας στον 4ο

Πριν απο ένα μηνα περιπου κάποιος ανεφερε μεσα στο τρένο την Καταστροφή της Σμύρνης. Ηταν ιστορικος και εδινε μερικες λεπτομερειες απο πηγες για την καταστροφη και  ζωη στην Σμυρνη. Πριν καποιους μηνες εγραψα ενα ποστ εδω μεσα και το ονομασα Αφροδιτη στο 12ο. Με επιασε παραζαλη, θεε μου , σκεφτηκα πως να ηταν λιγο πριν την καταστροφη, τι μυρωδιες αναβλυζαν απο τα μπαλκόνια, τι σκεφτονταν εκεινοι οι ανθρωποι, πως να ηταν η ζωη εκει περα; Πριν καλα καλα ολοκληρωσω τις αποριες μου , κατι ξεσπασε μεσα στο κεφαλι μου. "Δωστε μου ενα χαρτι" ειπα σε μια γυναικα μεσα στο τρενο.Ειχα στυλο στην τσαντα μου.Ονομασα το γραφημα αυτο πλουτωνας στον 4ο γιατι καπως ετσι το ενιωσα.

 

 

Πλουτωνας στον 4ο

 

 

"Για δες σεντονια κατασπρα.." μονολογησε η Ερασμία.Μαλλον με λεμόνι και σόδα τα πλένει και γίνονται τοσο λευκα, σκέφτηκε. Εριξε μια ματια στο σπίτι της, δεν προλάβαινε με τις δουλειές, απο τότε που πέθανε η Ερμιόνη, η πεθερά της είχε γίνει δούλα του Τσελεμπή. Εκείνος μπήκε στο σπίτι.Της εδωσε ενα φιλί στο μάγουλο και ανοιξε την εφημερίδα του στην τραπεζαρία. 

"Σου ψηνω καφέ." του φώναξε απο την κουζίνα.Δεν απάντησε.

 "Μισό λεπτο να πλύνω να φλιτζάνια" , συνέχισε. Ηρθανε τα κορίτσια το πρωι και..

"Κορίτσια.." εκανε εκεινος.

-Ε να μην εβγαζα ενα καφε, ντροπή!

"Αργεις.."

 Διαβάζουμε το φλιτζάνι μετά και μαζώχτηκαν πολλά στην κουζίνα. Τι να κανουμε;Να περασει η ώρα.

Σπάμε και τα κουκιά μετα σε βραστό νερό, εκει να δεις θάματα.

"Λογικευτείτε μωρε..!" εκανε ο Τσελεμπής σκυμμένος στην εφημερίδα.

 Υστερα σταθηκε απο πανω του. 

"Τι λεει η εφημερίδα;"

"Χαζομάρες, δε μαρέσει τούτο το σκότωμα με την τουρκιά, και τι μας εφταιξε σάμπως;Αν δεν υπήρχαν δαύτοι αφεντικα δε θα μασταν κι αν δεν υπήρχαμε εμείς θα ταν ρακένδυτοι στους δρόμους."

Ομορφο πρωινο, ολο ηλιο, ηλιο που ξύριζε και μια κρυαδα σήμερα.Ειχε μαζεψει τα μαλλια της πίσω η Ερασμια.Ξανθιά.Ξανθιές γυναίκες δεν υπάρχουν στη Σμύρνη, έτσι βγάλαν φιρμάνι οι κακιές πως ηταν συβαρίττισα."Μενελάου" ελεγε συχνα στο μπακάλικο." Μενελάου' με λένε στο πατρικό μου, πιο αρχαίο όνομα δε γίνεται.

Εριξε μια γουλια ο Τσελεμπής , τα κέφια του είχε πάνω κάτω, έριξε και μιας στα καπούλια της Ερμιόνης.

"Σιγά..η πουλάδα σου όπου ναναι έρχεται.Την έστειλα στον Ονουρ για φασκομηλο.Να δεις θα το ξεχασει και τι θα κανω.."  είπε κοκκινισμένη.Κι ο νους της εμεινε εκει.Αργησε σκέφτηκε.Να δεις που θα πάει να δει πάλι εκείνον, τον πρόστυχο. Γίναν όλοι καραβανάδες του Βενιζέλου κι απέκτησα και ίσκιο.Συγχύστηκε και δεν το θελε.

Ματια γαλάζια, μαλλιά ξανθά, σαν τη μύγα μεσα στο γάλα η Ερμιόνη, όλες μελαχροινές στη Σμύρνη, κι εκείνη σαν γλυκερή γυαλάδα του χιονιού.

 

 

Σκηνή δεύτερη.

Είχε ταμπουρωθεί μέσα στο σπίτι.Τόση ώρα, τόσες φωνές , κρότοι , κακό. Λείπει και ο Τσελεμπής , τι γινεται εκει έξω;

"Μάνα;!!" ακουσε τον Κωνσταντή απέξω να φωνάζει." Βγες μάνα, μακελειό γίνεται έξω.Μπαίνουν και στα σπίτια.Βγες μάνα!"

Ανοιξε την πόρτα αγχωμένη. Τι σοι..πηγε να πει κι εριξε μια ματια.Πολεμος εξω, φωτια..

Ο Κωνσταντης πανω στο κάρο , λίγο πιο πέρα μια γειτόνισσα με ψωμί στο χέρι έτρεχε. Κόσμος παντού.

"Χτυπάνε κόσμο μάνα, εμάς, τον κόσμο.Ανεβα να φυγουμε."

"Ο πατέρας σου..ο πατέρας σου που είναι ;" εκανε εκεινη. Δεν ηξερε. 

"Βρεστον!" φωναξε εκεινη, " Βρεστον!" και δακρυα αναπηδησαν στα μάτια της.Κι υστερα συνεχισε σαν να θελε να πει ακριβως τι σκεφτοταν.." Βρεστην..βρέστην την Τριανταφυλλιά." Που ναναι τώρα , που να γυρνά; Φορα κι εκεινο το φορεματακι της νονας της σήμερα,  ιδιο με το ονομα της,  εχει τραιντάφυλλα κεντημένα πάνω.

Ειδε να σφαζουν απο μακρια η Ερμιόνη, τίποτα δεν θα ήταν το ιδιο πια.

"Βρεστην " συνέχισε και του χτυπούσε το στήθος. Που ήταν το τριανταφυλλάκι της. Ειχε πει θα πηγαινε στου Ονουρ και θα γυρνούσε.

Ηρθε ο Ορεστης ο τρυγάρης τους. Σκότωσαν τον Φώτη, είπε.Λυπάμαι τόσο. Γονάτισε η Ερμιόνι." Δεν λες αληθεια;" εκεινος εσκυψε το κεφάλι.Ειχαν σκοτώσει τον Τσελεμπή.

Ο Κωνσταντής την σήκωσε. 

-Μανα, θα σε πεταξω στο λιμάνι είπε. Κι ύστερα  θα ψαξω γω για τη Φιλλιώ. Ομως εκεινη ειχε χαθει σε έναν κόσμο χωρίς ονειρα. Ανεβηκε στο κάρο στα πλάγια. Τα ξανθά μαλλιά της είχαν ξεφύγει απο τον κότσο τους, μια ατιμέλητη φράντζα ανέμιζε , μπρος στο προσωπο της. Ενιωθε στα νυχια της να μπαινουν σκληθρες. Ειδε το λιμάνι απο μακριά.Οχι!Δε θα εφευγε..Πηδησε απο το καρο, εκάνε μια κατρακύλησε κατω στη γη, σηκώθηκε , πατησε το φουστανι της , επεσε, ξανασηκώθηκε. "Φιλλιώ!!" φωναξε κι αρχισε να κατευθυνεται στο χαμό. Το αγόρι που ηταν δεν ηταν ακόμα δεκαεπτά σταμάτησε το αλογο. Αγκάλιασε τη μάνα ακινητοποιώντας της να μη φυγει. Επεσαν μαζι κατα γης, την κλειδωνε στην αγκαλια του, την εσφιξε, κυλιόντουσαν. "Μανα σταμάτα" ψιθυριζε εκείνος.Εκεινη τον δάγκωνε, τον τσιμπαγε, τον είχε ξεμαλλιάσει." Μανα σταματα..." συνέχιζε εκεινος να της ψιθυριζει στο αυτι.Μια μπάλα όλο χωματα οι δύο τους. Μια μπάλα όλο χώματα..  

 

Σχόλια:    Αξιολόγηση:
παρακαλώ περιμένετε...

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αξιολόγηση: χωρίς αξιολόγηση

έχουν γενέθλια 196 μέλη.

ΦΥΛΕΣ - ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙΣ

  • loading...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΧΟΛΙΑ

  • loading...
  • loading...