Eίχε πέσει με το ποδήλατο. Σηκώθηκε, χάλια έγινα, σκέφτηκε. Είχε περάσει στη ζώνη του τρία ορτύκια που είχε χτυπήσει με τη σφεντόνα του. Ματωμένο το γόνατα του.Αν τον έβλεπε ο πατέρας πάλι θα του βαζε τις φωνές.
"Διαμαντή;Διαμαντή;" φώναξε η μάνα δύο φορές. Μα που βρίσκεται αυτο το παιδί, ξανάπε βγαίνοντας έξω στην αυλή.Να δεις κάποια κουταμάρα έκανε πάλι.
Εφτασε ο Διαμαντής στο σπίτι με το ποδήλατο στα χέρια, τα ορτυκακια περασμένα στη ζώνη μου με κλειστά τα μάτια θύμιζαν εποχές αρχαίες , τότε που οι πρόγονοι του ανθρώπου κυνηγούσαν για να ζήσουν. Ομως του αρεζε του Διαμαντή να κυνηγά.Ορτυκια, μπεκατσουλες, ψαρια στη θάλασσα. Εκεί στη Κύμη είχε ενα σωρό ζωντάνα να κυνηγάς.
"Ωχου..Τι τα θελες μωρε και σκοτωσες τα ζωντανα;" του πε εκεινη οταν εφτασε το παιδί στο περβάζι.
"Ενα ολόκληρο κοτόπουλο εψησα σήμερα για να σας χορτάσω.."
Εφτασε κι ο πατέρας στο σπίτι.Ηταν Σάββατο αλλά ήταν κατάκοπος. Εριξε μια ματιά στα θηράματα.Αλλα δεν είπε λέξη.
Πέρασε η ώρα. Εβαλε τραπέζι η μάνα.
"Πέρνα μου το το αλάτι.."
" Χθες συνάντησα το δάσκαλο στο φούρνο." είπε ο πατέρας. "Το θεριό του σχολείου λέει κάμεις. Αταξια σε άλλον δεν αφησες.. Πρόσεχε κακομοίρη μου γιατί θα σε σταματήσω απο το σχολείο."
Το παιδί κοιτούσε χαμηλά. Αλλά απάντησε.
"Του δασκάλου τα χνώτα πρωί , πρωί βρωμάνε.Σου το πε αυτο η στο ξέχασε;"
"Βουλωστο γιατι.."
"Και δεν τις καμω εγω ολες τις αταξιες του σχολειού."
"Ναι ε; Και φωτιά στις τσάντες των κοριτσιών χθες πιο έβαλε;Εγω; Την εξάτμιση απο τη μηχανή του Αλέκου του κυλικειαρχη ποιος τη μπουκωσε με χαρτια; Η μάνα σου; Την κατσίκα του γερο-Νικολή ποιος την ανέβασε απάνω στην ταράτσα; Μαζέψου κακομοίρη μου, μαζέψου γιατί θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα."
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ