|
Έριξε μια ματια στη θάλασσα.Μαύρα νερα, ήταν νύχτα. Έσκαγε το κύμα και φώτιζε ο αφρός τα νεκρικά νερά.
Είχε βαρεθεί να περιμένει.Τούτη δεν είχε προικιά.Ούτε αραχνοϋφαντα να υφαίνει. Τούτη δεν είχε τίποτα.Κανέναν δεν βλαστημώ ,σκέφτηκε, μήτε τους αργείους μα μήτε τους θεούς που χάθηκε. Δε θα τον κλάψω. Θάνατος μετα απ'το θάνατο δεν υπάρχει! Φώναξε στο πουθενά.Εδω έτσι κι αλλιώς δεν βρίσκονταν θεοί. Εβαλε το μαντήλι της μπροστα στο πρόσωπο για πέπλο. Φοβήθηκε η θάλασσα , σώπασε..Φοβήθηκε η θάλασσα, έμπαινε η σελήνη μέσα της ,πόναγε τα νερά της.Μητε θεός , μήτε γονιός εδω δεν έρχεται.Μήτε θεός ,μητέ γονιός.Χάθηκε, χώθηκε μέσα στα νερά. Χώθηκε μέσα στα νερά λέγοντας "Δεν απαξιώνεις το θάνατο , όταν με θάνατο τον λούζεις."
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ