«Αν συνεχισει να λυσσομανα εξω,θα γκρεμισει το σπιτι» ειπε ο δουκας στους φιλοξενουμενος,και κατεβασε μια γουλια μπυρα.Ηταν 33 χρονων και ηταν ο πιο ομορφος της περιοχης.Ειχε τα μεγαλα γαλαζια ματια της μητερας του και το πλουσιο ξανθο μαλλι του πατερα του.Ανοικτες πλατες,οπως ολες της οικογενειας των Mannelig. Και φυσικα ως ο πλουσιοτερος και ομορφοτερος εργενης της περιοχης ηταν περιζητητος.Καθε ανυπαντρη κοπελα της περιοχης αναστεναζε καθως τον εβλεπε απο μακρια,καβαλα στο λευκο του αλογο να επιθεωρει τα κτηματα του,που εφταναν ως εκει που εβλεπε το ματι του.
Οι αλλοι δυο δεν απαντησανε-δεν ηταν στην φυση των Σουηδων να συζητανε.Κατι που εκανε τις μεγαλες χειμερινες νυκτες ακομα μεγαλυτερες.Ο Lars,ο μεγαλυτερος απο τους δυο,συνεχισε να κοιτα σκεφτικος το ποτηρι με τη μπυρα.Ο Per,νεαροτερος και πιο ομιλητικος,αφουγκραστηκε για λιγο την καταιγιδα και ειπε «Μαλλον.Θαρρεις πως ο καιρος θελει να διωξει κατι κατεραμενο απο την περιοχη».Και κοιταξε με νοημα τους συνομιλητες του.Στην χωρα των παγων και των σκληρων ανθρωπων,οι ανθρωποι δεν ηταν οι μονοι ορθιοι νοημονες κατοικοι της περιοχης.
*****************************************************************
Παει πολυς καιρος που ηταν σε αυτη τη μορφη.Περισσοτερος απο οσο μπορουσε να θυμηθει.Πλεον ειχε αρχισει να ξεχναει πως ηταν να ειναι ανθρωπος-της ερχονταν σκορπιες οι αναμνησεις απο την προηγουμενη της ζωη,πολλες φορες σαν ονειρα,αλλα παντα διχως συνοχη.
Θυμοταν πως καποτε ηταν παιδι,πως της αρεσε να τρεχει στα λιβαδια με κοκκινες κορδελες στα μαλλια.Πως οταν κοιταζε τον εαυτο της να καρθεφτι ζεται στο ρυακι, ηταν ομορφη.Πως τα αλλα παιδια την πειραζανε επειδη ηταν κοκκινομαλλα,λεγοντας την αψυχη.Και ταυτοχρονα τη ζηλευανε επειδη ηταν η ομορφοτερη της περιοχης.
Θυμοταν τον πρωτο της γαμο της με εναν αγροτη,ψηλο παιδι,αδυνατο,σε νεαρη ηλικια.Και την 1η της νυχτα.Και μετα απο λιγο το θανατο του απο τη μεγαλη αρρωστεια,που θερισε τα 4/5 του πληθυσμου της περιοχης της.
Θυμοταν πως ειχε καθολου υπομονη.Και πως ηταν περηφανη,υπερβολικα περηφανη για την ομορφια της.Και πως φοβοταν μηπως βρεθει αλλη πιο ομορφη απο αυτην.
Και υστερα ερχονταν στο μυαλο της και τα αλλα.Αυτα δυστυχως δεν τα ειχε ξεχασει ειτε γιατι ηταν τοσο κοντα στην νεα της ζωη ειτε γιατι μερος της καταρας ηταν να θυμαται γιατι εγινε ετσι οπως ειναι τωρα.
Η αναμνηση παραμενε και τωρα ζωντανη: Τον πρωτο της γαμο με εναν πλουσιο γαιοκτημονα της περιοχης.Την κορη της που ηρθε και πως ολοι λεγανε πως δεν ειχαν ξαναδει τοσο ομορφη γυναικα.Τα ξανθια της μαλλια,που ελαμπαν στον ηλιο.Τα πρασινα βαθια ματια της,σαν τις ρηχες οχθες του ωκεανου αναμεσα στα ανατολικα το καλοκαιρι.
Τη ζηλια που ξυπνησε μεσα της.Το μισος.Το φοβο.Την αγωνια.Εβλεπε τον εαυτο της να γινεται ολοενα με τη μερα ολο και πιο ασχημος,να πληγωνεται απο το χρονο.Και την κορη της να ομορφαινει,να της δινουν ολοι αυτης σημασια ενω αυτη να περναει στο περιθωριο.Οριστικα.Λες και η ζωη ειχε τελειωσει για αυτην.
Και τα συναισθηματα που εκρυβε μεσα της εγιναν ποταμι ανεξελεγκτο,σαν το χειμαρρο την ανοιξη,που φουσκωνει απο τα χιονια που λιωνουν στα βουνα και που παρασερνει ο,τι βρει μπροστα του,διχως να νοιαζεται για δικαιους και αδικους.
Ηρθε η μερα που διεπραξε το αποτροπαιο,το ακατανομαστο,το φρικτο,το καταραμενο.Ηθελε να ειναι η ομορφοτερη της περιοχης-με καθε κοστος.Με οποιο τιμημα.
Και μετα τις φωνες,τις καταρες.Ολα τα χωρια της περιοχης αναστατα.Να τρεχει να σωθει στο δασος τη νυκτα.Και απο πισω της να την κυνηγουνε με δαυλους και φωνες . Νομιζε πως ηρθε το τελος της,πως θα την πιανανε και θα την καιγανε στην πυρα οπως απειλουσανε.
Και υστερα εμφανιστηκε αυτος.Παντα εμφανιζεται στις στιγμες αυτες ,στις πιο δυσκολες σου μερες.Σαν τους λυκους που μυριζονται απο μακρια το πληγωμενο ζωο το χειμωνα.Με μια συμφωνια που δεν μπορουσε να αρνηθει-θα τη γλιτωνε απο το κυνηγητο αν δεχοταν να γινει υπηρετρια του.Πλασμα διχως ψυχη(τη δικη της θα την ειχε αυτος πλεον),κακασχημο,που θα κυκλοφορουσε μονο τη νυχτα και θα μιλουσε μονο με τα αγριμια του δασους και των υδατων.Διχως φιλους,διχως συγγενεις.Διχως κανενα πλασμα ομοιο διπλα της.Μα ζωντανη.Και για να δειξει την καλοσυνη του,οπως ειπε,θα της εδινε και την ευκαιρια να ξεφυγει αν ηθελε-θα επαιρνε την παλια της μορφη αν δεχοταν να την παντρευθει ο μεγαλυτερος σε ηλικια εργενης ανδρας της περιοχης της.
Και αυτον ακριβως πηγαινε να συναντησει τωρα.
******************************************************************
Με το πρωτο χτυπημα στην πορτα,ολοκληρο το σπιτι πεταχθηκε πανω.Υπηρετες,φιλοξενουμενοι και ο κυριος τους.
«Mein Gott» ,ειπε ο Λαρς. «Τελικα οντως η καταιγιδα θα γκρεμισει το σπιτι.»
Με το δευτερο χτυπημα,αρχισανε να παιζουν και οι σοβαδες.Και τοτε μονο ειπε ο δουκας «Αυτο δεν μπορει να ειναι η καταιγιδα.Τι στο ονομα ...»
Και επειτα,ακουστηκε η φωνη.«Χριστε μου,εκανε ο Per καταχλωμος, γυρνωντας τριγυρω να κοιταξει τους υπολοιπους.Ολοι ειχαν το ιδιο χρωμα.
******************************************************************
«Herr Mannelig»,επανελαβε η φωνη,πες μου συμφωνεις;
Θα σε κανω κυριο ολης της περιοχης που μπορει να τρεξει ενα νεαρο αρσενικο ατι σε 2 εβδομαδες συνεχομενες.Θα σου δωσω ολα τα κτηματα της,απο την δαντελωτη ακτη μεχρι τους βαλτους στα δυτικα, αν δεχθεις να με παρεις για γυναικα.
Θα σου δωσω τους 12 μεγαλους μυλους της περιοχης ,αναμεσα στο Tillo και στο Terno.Ξακουστους για το κοκκινο των μπρουτζινων μυλοπετρων τους.Και τα γραναζια απο το λευκοτερο ασημι.
Πες μου συμφωνεις να με παρεις για γυναικα σου με ολα αυτα για ανταλλαγμα;»
Ο δουκας ειχε γινει καθιδρος και εδειχνε πιο κιτρινος απο το κερια που κρατουσανε οι υπηρετες του,που οχυρωνανε την πορτα.
Σφουγγισε με ενα γκριζο πανι το προσωπο του και υστερα,μαζευοντας τις ολες του τις δυναμεις φωναξε προς τα εξω
«Φυγε απο εδω,πλασμα του Σατανα.Δεν εχεις καμια δικαιοδοσια να βρισκεσαι εδω-σε αυτη τη γη ολοι ειναι χριστιανοι και εσυ δεν εισαι πλασμα του Κυριου μου,του Ιησου Χριστου».
Ενα υποκωφο μουγκρητο ακουστηκε απο εξω και υστερα αγριεμενο ποδοβολητο που εκανε ολοκληρο το σπιτι.Ειμαστε χαμενοι,σκεφτηκε ο Lars,γνωριζοντας πολυ καλα πως αν το τρολλ αποφασιζε να μπει μεσα,καμια απο τις οχυρωσεις που τελειωναν οι υπηρετες του σπιτιου δε θα μπορουσε να το κρατησει εξω.
«Herr Mannelig, Herr Mannelig»,ξανακουστηκε η φωνη της απεξω, «δεχεσαι να με παντρευθεις; Θα σου δωσω ενα σπιτι με 15 επιχρυσα δακτυλιδια στη κοψη του,χαμενο σε ναυαγιο. Σου υποσχομαι πως με το σπαθι αυτο δε θα χασεις ποτε στη μαχη. Και θα σου δωσω νεα ρουχα, οχι ραμμενα με κλωστη και βελοντα οπως των υπολοιπων ανθρωπων αλλα ραμμενα απο τους ιδιους τους μεταξοσκωληκες,με το λευκοτερο μεταξι,που ομοια τους δεν εβαλε ποτε αλλος ανθρωπος.»
Ο δουκας εκανε το σταυρο του και απαντησε φωναζοντας οσο πιο δυνατα μπορουσε,δηλαδη οσο δυνατα τον αφηνανε τα ποδια του:
«Τετοια προικα με χαρα να δεχομουν αν ησουν πλασμα του Χριστου-και ας ησουν η ασχημοτερη κοπελα στο βασιλειο.Ωστοσο δεν εισαι τιποτα απο ολα αυτα-εισαι ενα βουνισιο τρολλ,δημιουργημα του Διαβολου και των χειροτερων υπηρετων του και μεταξυ μας δεν μπορει να υπαρχει καμια ενωση».
Νεο μουγκρητο,χειροτερο απο καθε προηγουμενο ακουστηκε και ενα ποδοβολητο τοσο αγριο που θαρρεις καποιος γκρεμιζε καστρο.Τετελεσται,σκεφτηκε ο Per, και κοιταξε στο σπαθι στο αριστερο του χερι.Τουλαχιστον θα πεθανω πολεμωντας,ειπε απο μεσα του.
Και ξαφνικα ηρεμια.Μοναχα η βροχη ακουγοταν που επεφτε ακαταπαυστα πανω στο μεγαλο πετρινο σπιτι.
«Τι εγινε,εφυγε; » ρωτησε σιγανα ο Lars,μην μπορώντας να πιστεψει στην τυχη τους.
Ο Mannelig δεν απαντησε-επεσε εξαντλημενος στην καρεκλα διπλα του,διχως να εχει δυναμεις για να απαντησει.Μονο κοιταγε με γουρλωμενα ματια το ταβανι.
********************************************************************
Πιο περα,πιο μακρια απο το χωραφι με το βαμβακι και το νερομυλο,περα απο το δασος διπλα στο ελος και πανω απο τους προποδες του βουνου,το τρολλ ανεβαινε το δρομο που οδηγουσε πισω στη σπηλια του.Ο ηλιος θα ανετειλλε σε λιγο και αν δεν ηθελε να γινει πετρα,δεν επρεπε να καθυστερησει καθολου.
Μονο μουρμουριζε σκορπια εδω και εκει,κουνωντας δεξια και αριστερα το μεγαλο κεφαλι της : «Herr Mannelig,Herr mannelig, αν μου ειχες πει ναι,τωρα θα ημουν ελευθερη απο το μαρτυριο μου και θα πεθαινα ως ανθρωπος.»
Εφτασε στην εισοδο της φωλιας της και κοιταξε στον οριζοντα.Ο ηλιος θα εκανε την εμφανιση του λιαν συντομως,ηδη τα συννεφα ειχαν αρχισει να κοκκινιζουν.
«Καποτε θα σε ξαναδω»,σκεφτηκε και αποσυρθηκε στα ενδοτερα.
http://youtu.be/bkX1iNUq6Jw
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ