«Πού βρίσκομαι; » ήταν οι πρώτες κουβέντες της Βερενίκης.Κοίταξε τριγύρω της και είδε πως βρισκόταν σε έναν ναό, με αψίδες γοτθικού ρυθμού να απλώνονται πάνω της σε ύψος δεκάδων μέτρων,σχηματίζοντας μια τεράστια αίθουσα, δίχως να φαίνεται κάπου το τέλος της. Τεράστια ξύλινα κοντάρια κρέμονταν σε μεγάλο ύψος πάνω απο το κεφάλι της κρατώντας πολυέλαιους στους οποίους μεγάλα χοντρά κεριά έγλυφαν με το φως τους το ταβάνι.Σκιές ολόγυρα στον τεράστιο αυτό χώρο αντάλασσαν τη θέση τους με το φως, εντείνοντας την αβεβαιότητα για το μέρος το οποίο κοίταξε.
«Ουτε ξερω που ειμαι,ουτε ξερω πως βρισκομαι εδω. Καλα πάμε», σκεφτηκε η Βερενίκη, κατσουφιάζοντας και κρατώντας την αριστερή τούφα απο τα ξανθιά μαλλιά της.Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν πως βρισκόταν στο σύλλογο των μαμαδων ΒΠ, με τον οποίον ποτίζανε μαζί τους φοινικες στην Κηφισιας και πως μετά απο 11 μήνες αδιάλειπτης ασχολίας, της είχαν προτείνει να θέσει υποψηφιότητα για γραμματέας.Υποδέχθηκε την ιδέα με χαρά-είχε πολλούς φίλους εκεί και το να κάνει κάτι παραπάνω για την κοινότητα ήταν κάτι με το οποίο τον τελευταίο καιρό έπιανε τον εαυτό της να ενθουσιάζεται.Στην τελική, η θέση σου στην κοινωνια δεν ειναι μονο συναρτηση της δουλειας σου αλλα και της κοινωνικης σου προσφορας, οπως ειχε μαθει πολυ καλα απο τοτε που κατείχε τη θεση του προεδρου της GIANT, στην οποια έμεινε μονο 10 μήνες.Ναι, σκέφτηκε, εκει ήμουν, πως ξαφνικά βρεθηκα σε αυτό το σκοτεινό μέρος.Πφφφ, κάθε φορά που συνηθίζω σε ένα μέρος, με πετάει απότομα κάπου αλλού, τι βρωμοκατάσταση είναι αυτή. Δεν ζω, απλά επιβιώνω σκέφτηκε και σούφρωσε τα χείλη.
Συνέχισε να περπατά προς μια κατεύθυνση δίχως να αλλάζει παραστάσεις.Πω-πω ειναι σαν τη μέρα της μαρμόττας σκέφτηκε.Και δίχως καθόλου φως, γεμάτο σκιές αυτό το μέρος, ποιος ξέρει τι μπορει να παραμονεύει κρυμένο εκεί μέσα.Καλύτερα να προσέχω, ειπε απο μέσα της και συνέχισε να προχωρά κρατώντας αποστάσεις απο τις σκιές στα άκρα του ναού.
Ξαφνικά άκουσε ψαλμωδίες-γύρισε αλαφιασμένη το κεφάλι της στα δεξιά και είδε απο μακριά να προχωρά μια εκκλησιαστική πομπή.Μπροστά πήγαινε ένα μικρό 6χρονο ξανθό παιδί ντυμένο με λευκά άμφια κρατώντας ένα κερί.Πίσω του ακολουθούσε ένας ξανθός γυμνασμένος τριαντάρης κρατώντας την εικόνα των Αγίων Αναργύρων ντυμένος με κόκκινα άμφια και τέλος ακολουθούσε ένας 60ρης,περιβεβλημενος αυτη τη φορα με άμβια χρώματος μωβ-σε αντίθεση όμως με το παιδί, κρατούσε μια ψηλή κίτρινη λαμπάδα μέσεα σε επίχρυσο κηροπήγιο..Και οι τρεις έμοιαζαν πλήρως απορροφημένοι, αδιαφορώντας για την παρουσία της.
Η Βερενικη προχώρησε προς το μέρος τους γοργά σε μια προσπαθεια να τους ακολουθήσει αλλα η πομπή απομακρυνόταν όλο και περισσότερο απο αυτήν.Στο τέλος άρχισε να τρέχει προκειμένου να διατηρεί σταθερή την απόσταση απο αυτούς.
«Μα τι περίεργο, είπε εγώ τρέχω και αυτοί περπατάνε και η απόσταση μεγαλώνει.Και αυτά τα τακούνια δεν με βοηθάνε καθόλου.», σκέφτηκε καθώς έτρεχε σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να μη μείνει μόνη.
Ξαφνικά σταμάτησε απότομα-βρέθηκε σε μια τεράστια κάμερα, μια αίθουσα που εκτεινόταν όσο μπορούσε να δει.Οι γοτθικές αψίδες πλέον ήταν τόσο ψηλές που το ταβάνι τους δεν το έβλεπε, οι πολυέλαιοι φαίνονταν σαν να ξεφυτρώνουν απο το σκοτάδι το ίδιο, σε μια πάραξενη πραγματικότητα όπου το σκότος γένναγε το φως των κεριών και αυτό με τη σειρά του γένναγε τις σκιές στο πέτρινο δάπεδο της αίθουσας.’Οσο για την πομπή που ακολουθούσε, ούτε ίχνος της-είχε εξαφανιστεί τόσο απότομα όσο είχε εμφανιστεί.
Στη μέση της κάμαρας βρίσκονταν δύο διπλανά τεράστια αγάλματα σκαλισμένα σε πέτρα .Το ένα ήταν ενός ψηλού μεσήλικα πολεμιστή μέσα σε ισπανική πανοπλία του δεκάτου έκτου αιώνα, κρατώντας ξίφος στο απλωμένο δεξί του χέρι και στο άλλο μια ψηλή αλαβάρδα.Με το δεξί πόδι μπροστά, ήταν έτοιμος να εφορμίσει σε έναν αοόρατο εχθρό.Το άλλο απεικόνιζε έναν ψηλό γέροντα, με μακρύ γεννιάδα, που φορούσε έναν μανδύα και στο κεφάλι του είχε ένα διαδημα.Κοιτούσε προς το μέρος του πολεμιστή με μια έκφραση αυστηρή και σκληρή, δίνοντας την αίσθηση πως ασκούσε κριτική στον πολεμιστή για την παράλλογη ενέργεια του να ορμήσει στο κενό.
Στη μέση των δύο αγαλμάτων βρισκόταν ένας μαυροφορεμένος άνδρας με μαύρα γέννια και μαλλιά-η ηλικία του ήταν αδιόρατη.Κοίταξε τη Βερενίκη και είπε «Καλώς ήρθες.Ειμαι ο φύλακας του 12ου οίκου».Και χαμογέλασε εγκάρδια.
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ