Ο Τζος σήκωσε το ποτήρι του ψηλά, απορούσα πως μπορεί να πίνει κάποιος από αυτό το ύψος.
"Και τι θα κάνεις λοιπόν;" Ρώτησα. " Θα πας να τη βρεις;"
"Όχι. " Είπε πνιγμένος καθώς η μπύρα ακουγόταν να κατρακυλά στο λαιμό του.
Το Αρκάνσας πρέπει να φεγγοβολούσε μέσα από τα δικά του μάτια, γιατί για μια στιγμή είδα τις κόρες των ματιών του να γυαλίζουν με τα χρώματα της λεωφόρου.
"Να πας να την βρεις Τζος. Δεν σου αξίζει αυτή η ζωή." Ήμουν σίγουρος πως η Λίντα τον περίμενε.
Τον περίμενε στα απίθανα απογεύματα γεμάτα παλινωδίες στίχων του Μπλέηκ, τον περίμενε στις αγέρωχες νύχτες που διαβάζαν Κινγκ παρέα, σαν ένα κεφάλι, με ένα μοναδικό βιβλίο το οποίο κρατούσαν με τη σειρά για να μην κουράζονται, συχνά μαλώνοντας ποιος πιάνει περισσότερο χώρο στο μοναδικό μαξιλάρι, τον περίμενε ένα συννεφιασμένο πρωινό που μοιράζανε αριστερίστικες μπροσούρες στην Τάιμ Σκουέρ, εκεί όπου έφαγαν κατάμουτρα ένα σωρό βρισιές από περαστικούς γέρους εθνικιστές με τσακισμένα γόνατα και καρδιές, που τις νύχτες έκλαιγαν στο μαξιλάρι τους λόγω του εξευτελισμού του πολέμου και όχι μόνο. Τον περίμενε στην Ανατολική Ακτή μια πρωία που τα μπατσάδικα στοιβάζανε τον κόσμο σαν να ήταν αγελάδες, ήταν την ίδια στιγμή που επίδοξοι πατινέρ τρέχοντας σαν σίφουνες, τρομάξανε με την ταχύτητα και την χάρη τους και τον πιο υποψιασμένο περαστικό, που αναζήτησε στα γρήγορα μιαν άκρη, λίγο κενό χώρο, κάποιο μέρος τέλος πάντων, να προστατευτεί από αυτούς τους κακομαθημένους που χαλούσαν τον κόσμο.
Τον περίμενε σε μια στέγη στη Νέα Υόρκη όπου η υπεργαλαξιακή συνομοσπονδία των άστρων απλωνόταν από πάνω τους ανίκητη, πνιγμένη στο καυσαέριο των ταξί- γιατί εκεί υπήρχε ο κόσμος και τίποτα παραπάνω, κι όπου υπήρχε ο κόσμος υπήρχε και ο θεός και η σκατίλα του, όταν λείπει. Τον περίμενε στο εστιατόριο απέναντι από το μπαρμπέρικο των μαύρων, με μάτια βλοσυρά και λυσσασμένα, βρίζοντας καθώς ήταν σίγουρη πως έπιανε ανώφελες συζητήσεις για βασανιστήρια και ψειρούδες- δεν ήταν συνετό για μια κοπέλα να ξεκινήσει μια απεγνωσμένη αναζήτηση ρωτώντας μαύρους υπερήλικες εργάτες μέσα σε ένα κατάμεστο μπαρμπέρικο, για εκείνον- κι άλλα πολλά, καθώς οι μαύροι ήταν κουτσομπόληδες και δεν σταματούσαν να κουβεντιάζουν ποτέ.
Τον περίμενε, και στ'αλήθεια για μια στιγμή ένιωσε πως θα μπορούσε να την βρει, αλλά δεν την βρήκε. Έψαξε το χέρι της με την θηριώδη μούσα του μυαλού, την φαντασία. Έψαξε τα δάχτυλα της και ύστερα τα μάτια της, κι αφού δεν βρήκε τίποτα από αυτά, έκανε μια ακόμα πιο απεγνωσμένη προσπάθεια να βρει την μυρωδιά των χειλιών της, ψαχουλεύοντας και τα τελευταία λείψανα της φαντασίας του, μια διάκενη προσπάθεια στην άβυσσο του έρωτα: Δεν την βρήκε πουθενά.
Έκλεισε τα μάτια. Τα φώτα της λεωφόρου απαλλοτριώνονταν βουλιμικά και αντικαθιστούνταν απ' το φως των άστρων.
https://www.youtube.com/watch?v=wbre5Fs9m8I
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ