COOL (WebsterDictionary)
- \ˈkül\
- Function:
- adjective
- Etymology:
- Middle English col, from Old English cōl; akin to Old High German kuoli cool, Old English ceald cold
- Date:
- before 12th century
1: marked by steady dispassionate calmness and self-control, marked by restrained emotion and the frequent use of counterpoint, free from tensions or violence
O flamescreen είναι Cool κι έχει γενέθλια σήμερα...Η παρουσία του στο stardome* είναι κέρδος και χαρά...Τον θεωρώ φίλο μου κι ας μην τον έχω δει ποτέ- δεν έχει και καμιά σημασία εδώ που τα λέμε. Τον διαβάζω κι έχει μια τέτοια αξιοπρέπεια και ένα τόσο μεγάλο ΝΑΙ στα πράγματα που με κάνουν να σκέφτομαι ότι ο κόσμος τελικά είναι ένα ωραίο μέρος για να ζεις- με ησυχάζει...Σαν τον έφηβο που πηγαίνει μπροστά παίζοντας φλογέρα και πίσω τον ακολουθούν δεκάδες παιδάκια...
http://www.goodreads.com/author/show/98472.Martin_Schulman
τις προαλλες αγορασα ενα για καρμικη -μετριο το λες ...νταξ δεν ηταν και Schulman
Συμφωνώ με ζουρ...ευχαριστούμε flame!!!
Ίσως να αγοράζαμε το βιβλίο - και μερικά άλλα - τι λέτε?
*Έξακολουθητικά stars για το κόπο της Λιονταρίνας