COOL (WebsterDictionary)
- \ˈkül\
- Function:
- adjective
- Etymology:
- Middle English col, from Old English cōl; akin to Old High German kuoli cool, Old English ceald cold
- Date:
- before 12th century
1: marked by steady dispassionate calmness and self-control, marked by restrained emotion and the frequent use of counterpoint, free from tensions or violence
O flamescreen είναι Cool κι έχει γενέθλια σήμερα...Η παρουσία του στο stardome* είναι κέρδος και χαρά...Τον θεωρώ φίλο μου κι ας μην τον έχω δει ποτέ- δεν έχει και καμιά σημασία εδώ που τα λέμε. Τον διαβάζω κι έχει μια τέτοια αξιοπρέπεια και ένα τόσο μεγάλο ΝΑΙ στα πράγματα που με κάνουν να σκέφτομαι ότι ο κόσμος τελικά είναι ένα ωραίο μέρος για να ζεις- με ησυχάζει...Σαν τον έφηβο που πηγαίνει μπροστά παίζοντας φλογέρα και πίσω τον ακολουθούν δεκάδες παιδάκια...
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ