εμένα προσψπικά - και θαρρώ κανέναν άλλον εδώ μέσα - διόλου με πειράζει αν όλα '' αυτά '' σου λένε ή δεν σου λένε κάτι.
Ο καθ ένας μας είναι μοναδικός έχει τα δικά του θέλω και γουστάρω και σκέφτεται, δρα κατά το δοκούν...κατά το πως πιστεύειε ότι έχουν τα πράγμαα για να νιώσει ο ολοκληρωμένος ο εαυτος του!
Τελικά Ανεστήθη κι εφέτος..δεν άλλαξε γνώμη!!!!
Διάβασα αυτές τις μέρες διάφορα ποιήματα πεζογραφήματα απο γνωστούς και
άγνωστους παλιους και νέους λογοτέχνες και διάλεξα να μοιραστώ μαζί σας
ένα ποίημα του Δημήτρη Σολδάτου απο την Λευκάδα - που εμένα προσωπικά
μου αρέσει - που έχει σχεση με τον Θάνατο μεν αλλά και με το Πάσχα.....
ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ
Βγήκε το φεγγάρι, γέμισαν οι τάφοι
μαρμαρογυαλάδα κι ασημοχρυσάφι!
Η δροσιά της νύχτας άχνα δάκρυου κρύου.
Έτριξε η πόρτα του κοιμητηρίου?
Κάποιος προχωράει μες στα κυπαρίσσια,
σʼ ένα ξεχασμένο μνήμα τράβηξε ίσια.
Στέκει πάνωθέ του, τώρα γονατίζει,
σκύβει, κάτι λέει, κάτι ψιθυρίζει?
Ένα αυγό στο χέρι κόκκινο κρατάει,
απαλά στο χώμα πάνω τʼ ακουμπάει.
Βγάζει άλλο ένα απʼ την τσέπη ακόμα
και τσουγκρίζει εκείνο πʼ άφησε στο χώμα.
Πάλι κάτι λέει, κάτι ψιθυρίζει,
κι όπως τα βαμμένα τα αυγά τσουγκρίζει?
το ένα μένει ακέριο, τʼ άλλο είναι σπασμένο
«Κέρδισες, Βασίλη!» λέει στον πεθαμένο.
Στο χωριό, μακριάθε, σήμαντρα αντηχούνε
κι οι φωτοβολίδες το σκοτάδι σκιούνε
.Ο Χριστός ανέστη, ο νεκρός κοιμάται?
Κι ο παλιός του φίλος, δίπλα του, θυμάται
κάποιο τέτοιο Πάσχα, χρόνια πριν,
που οι δυο τουςτ ις φωτοβολίδες
ρίχναν στο χωριό τους
.Λάμπαν τα κορίτσια, στʼ άσπρα τους ντυμένα,
κι από όλα μέσα εξεχώριζε ένα.
Ήταν η Ελένη, που κι οι δυο οι φίλοι
αγαπούσαν τότε?
«Ξύπνησε, Βασίλη,πέρασε η ώρα,
η εκκλησιά τελειώνει,
γέρασʼ η Ελένη
κι είνʼ ακόμα μόνη!
Ξύπνησε, Βασίλη, εσέναν αγαπούσε,?
Θα τον παντρευόμουν,
μου ʼπε, ακόμα αν ζούσε!?
Σʼ άναψε κεράκι χθες στον Επιτάφιο?
Τρέξε! Κι ώσπου νά ʼρθεις, μπαίνω εγώ στον τάφο!»
Έτριξε το χώμα, σάλεψε σαν κύμα,
κι άνοιξε σαν στόμα το κλεισμένο μνήμα.
Ο νεκρός σηκώθη, μέσα ο άλλος μπαίνει?
(Στο χωριό απόψε? πέθανε η Ελένη!)
Πετεινός λαλάει κι ο νεκρός γυρίζει.
«Ξύπνα, λέει του φίλου, η αυγή ροδίζει!
Ξύπνα, κι η Ελένη στη ζωή δεν είναι?»
«Στον απάνω κόσμο, λέει ο άλλος, μείνε!
Αύριο θα την θάψουν πλάι μου, κι εκείνη
λιώνοντας, μαζί μου ένα πια θα γίνει!
Ζωντανή σʼ εσένα ήτανε δοσμένη
.Άσε να την έχω έστω πεθαμένη!»
Κρύψαν το φεγγάρι σύννεφα,
κι οι τάφοι σκοτεινοί
καθρέφτες με θαμπό χρυσάφι!
Η ψιλή βροχούλα, στάλα δάκρυου κρύου,
λάσπωσε το χώμα του κοιμητηρίου?
(Μέγα Σάββατο 2003.Με τον κρότο των φωτοβολίδων και τον χτύπο
της καμπάνας αγίου Χριστοφόρου στ αυτιά μου..http://dimsol.blogspot.com/http://dimsol.blogspot.com/
Οι ψυχές είχαν την τιμητική τους χρονιάρες μέρες ..βλέπε Μεγάλη Παρασκευή...( θάνατος)..Μέγα Σάββατο Κυριακή του Πάσχα ( λύτρωση με την Ανάσταση..νίκησε η ζωή τον θάνατο..το καλό το κακό και η δύναμη της πίστης το ακατόρθωτο)!
Αlex κι εμένα με συνεπήρε και θέλησα να το μοιραστώ μαζί μας..
Ω γλυκύ μου έαρ..!!!
οχι οτι μου ελεγαν και ποτε.... αλλα λεμε τωρα......
Ο καθ ένας μας είναι μοναδικός έχει τα δικά του θέλω και γουστάρω και σκέφτεται, δρα κατά το δοκούν...κατά το πως πιστεύειε ότι έχουν τα πράγμαα για να νιώσει ο ολοκληρωμένος ο εαυτος του!
Διάβασα αυτές τις μέρες διάφορα ποιήματα πεζογραφήματα απο γνωστούς και
άγνωστους παλιους και νέους λογοτέχνες και διάλεξα να μοιραστώ μαζί σας
ένα ποίημα του Δημήτρη Σολδάτου απο την Λευκάδα - που εμένα προσωπικά
μου αρέσει - που έχει σχεση με τον Θάνατο μεν αλλά και με το Πάσχα.....
ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ
Βγήκε το φεγγάρι, γέμισαν οι τάφοι
μαρμαρογυαλάδα κι ασημοχρυσάφι!
Η δροσιά της νύχτας άχνα δάκρυου κρύου.
Έτριξε η πόρτα του κοιμητηρίου?
Κάποιος προχωράει μες στα κυπαρίσσια,
σʼ ένα ξεχασμένο μνήμα τράβηξε ίσια.
Στέκει πάνωθέ του, τώρα γονατίζει,
σκύβει, κάτι λέει, κάτι ψιθυρίζει?
Ένα αυγό στο χέρι κόκκινο κρατάει,
απαλά στο χώμα πάνω τʼ ακουμπάει.
Βγάζει άλλο ένα απʼ την τσέπη ακόμα
και τσουγκρίζει εκείνο πʼ άφησε στο χώμα.
Πάλι κάτι λέει, κάτι ψιθυρίζει,
κι όπως τα βαμμένα τα αυγά τσουγκρίζει?
το ένα μένει ακέριο, τʼ άλλο είναι σπασμένο
«Κέρδισες, Βασίλη!» λέει στον πεθαμένο.
Στο χωριό, μακριάθε, σήμαντρα αντηχούνε
κι οι φωτοβολίδες το σκοτάδι σκιούνε
.Ο Χριστός ανέστη, ο νεκρός κοιμάται?
Κι ο παλιός του φίλος, δίπλα του, θυμάται
κάποιο τέτοιο Πάσχα, χρόνια πριν,
που οι δυο τουςτ ις φωτοβολίδες
ρίχναν στο χωριό τους
.Λάμπαν τα κορίτσια, στʼ άσπρα τους ντυμένα,
κι από όλα μέσα εξεχώριζε ένα.
Ήταν η Ελένη, που κι οι δυο οι φίλοι
αγαπούσαν τότε?
«Ξύπνησε, Βασίλη,πέρασε η ώρα,
η εκκλησιά τελειώνει,
γέρασʼ η Ελένη
κι είνʼ ακόμα μόνη!
Ξύπνησε, Βασίλη, εσέναν αγαπούσε,?
Θα τον παντρευόμουν,
μου ʼπε, ακόμα αν ζούσε!?
Σʼ άναψε κεράκι χθες στον Επιτάφιο?
Τρέξε! Κι ώσπου νά ʼρθεις, μπαίνω εγώ στον τάφο!»
Έτριξε το χώμα, σάλεψε σαν κύμα,
κι άνοιξε σαν στόμα το κλεισμένο μνήμα.
Ο νεκρός σηκώθη, μέσα ο άλλος μπαίνει?
(Στο χωριό απόψε? πέθανε η Ελένη!)
Πετεινός λαλάει κι ο νεκρός γυρίζει.
«Ξύπνα, λέει του φίλου, η αυγή ροδίζει!
Ξύπνα, κι η Ελένη στη ζωή δεν είναι?»
«Στον απάνω κόσμο, λέει ο άλλος, μείνε!
Αύριο θα την θάψουν πλάι μου, κι εκείνη
λιώνοντας, μαζί μου ένα πια θα γίνει!
Ζωντανή σʼ εσένα ήτανε δοσμένη
.Άσε να την έχω έστω πεθαμένη!»
Κρύψαν το φεγγάρι σύννεφα,
κι οι τάφοι σκοτεινοί
καθρέφτες με θαμπό χρυσάφι!
Η ψιλή βροχούλα, στάλα δάκρυου κρύου,
λάσπωσε το χώμα του κοιμητηρίου?
(Μέγα Σάββατο 2003.Με τον κρότο των φωτοβολίδων και τον χτύπο
της καμπάνας αγίου Χριστοφόρου στ αυτιά μου..http://dimsol.blogspot.com/http://dimsol.blogspot.com/
Αlex κι εμένα με συνεπήρε και θέλησα να το μοιραστώ μαζί μας..