Δεν μπορώ να εξηγήσω πλέον λογικά την αντίδραση των Ελλήνων σε όλα αυτά που συμβαίνουν… Μόνο η επιστήμη μπορεί..
Ο όρος «σύνδρομο της Στοκχόλμης» πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον σουηδό ψυχίατρο και εγκληματολόγο Nils Bejerot ο οποίος είχε αναλάβει να βοηθήσει την αστυνομία στο πιο πάνω περιστατικό.
Τί ακριβώς είναι όμως το σύνδρομο αυτό;
Είναι η ψυχολογική αντίδραση που παρατηρείται συνήθως σε θύματα απαγωγής –ομηρίας κατά την οποία ο απαχθής αναπτύσσει και παρουσιάζει έντονα συναισθήματα πιστής υπακοής, θαυμασμού, ταύτισης ή ακόμη και «αγάπης» απέναντι στον απαγωγέα του.
Για να δημιουργηθεί μία τέτοια κατάσταση πρέπει να προϋπάρχουν κάποιες πολύ συγκεκριμένες συνθήκες οι οποίες ευνοούν την ανάπτυξή του. Οι συνθήκες αυτές έιναι οι ακόλουθες τέσσερις:
Πρώτα, πρέπει να υπάρχει σαφής απειλή προς την σωματική ή ψυχολογική επιβίωση του εμπλεκόμενου ενώ επίσης και σοβαρή πεποίθηση - φόβος ότι ο απαγωγέας μπορεί να εκπληρώσει την απειλή.
Στη συνέχεια πρέπει να υπάρξουν μικρά δείγματα «ευγενικής» συμπεριφοράς από τον απαγωγέα προς το θύμα. Φυσικά έχετε υπόψη σας ότι ακόμη και το να μην τον σκοτώσει ή το να τον αφήσει να φάει κάτι μπορεί υπό αυτές τις συνθήκες να εκληφθεί σαν ευγενική συμπεριφορά.
Επίσης σημαντικό είναι να υπάρχει απομόνωση, με αποτέλεσμα το θύμα να έχει πρόσβαση μόνο στην «οπτική γωνία» του απαγωγέα (δηλ. να είναι απομονωμένος από άλλους ανθρώπους και χωρίς πρόσβαση π.χ. σε ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ μέσα μαζικής ενημέρωσης).
Τέλος πρέπει να υπάρχει
ανικανότητα του θύματος να δραπετεύσει από τη δεδομένη κατάσταση.
Το πώς εξηγείται ψυχοδυναμικά η τόσο «περίεργη» αυτή ψυχική κατάσταση είναι
πραγματικά ενδιαφέρον.
Το θύμα περιέρχεται σε ένα ψυχολογικό στάδιο όπου κυριαρχείται από μία διαρκή και σοβαρή απειλή προς την επιβίωσή του.
Ώντας σε απομόνωση, μακρυά από άλλους ανθρώπους που θα μπορούσαν να του προσφέρουν προστασία, προσπαθεί να αναπληρώσει αυτή του την ανάγκη αναζητώντας την έστω και ασυνείδητα από τον δράστη.
Ειδικά στην περίπτωση που ο δράστης δείχνει κάποια μικρά δείγματα «ευγένειας», το θύμα δένεται με αυτή την θεωρούμενη ώς καλή του πλευρά.
Εισχωρεί δε σε μία κατάσταση ασυνείδητης «αποσύνδεσης» από την φυσιολογική αντίληψη της κατάστασης, με αποτέλεσμα να αρνείται να συνειδητοποιήσει την αρνητική πλευρά του δράστη, η οποία προκάλεσε και εξ΄ αρχής όλη αυτή την κατάσταση.
Με σκοπό να μπορέσει να καταλάβει τα πράγματα που ευχαριστούν τον δράστη (έτσι ώστε να εκπληρώνει τις επιθυμίες του και να εξασφαλίζει την επιβίωσή του) αρχίζει να βλέπει τα πάντα από την οπτική γωνία του δράστη με αποτέλεσμα να υιοθετεί την δική του προοπτική και σταδιακά να ταυτίζεται πλήρως μαζί του.
Η δική του προοπτική θεωρείται πλέον ασήμαντη τουλάχιστο ώς προς την ανάγκη της επιβίωσής του. Τελικά, η εικόνα του εαυτού του θύματος ταυτίζεται με τον τρόπο που αντανακλάται μέσα από τα μάτια του δράστη. Εικόνα η οποία στην περίπτωση ενήλικα αντικαθιστά την προηγούμενη εικόνα για τον εαυτό του, ενώ σε περίπτωση παιδιού - θύματος συχνά μπορεί να αποτελεί την μόνη γνωστή εικόνα για τον εαυτό του.
Αλλιώς όπως λέει και ο ποιητής :
“Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!“
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ