Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι
Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που' ναι.
Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι;»
Να προσθεσω πως υπαρχει ενα βιβλιο του Π. Χαρτοκολλη , καθ. Ψυχιατρικής με τιτλο "Ιδανικοι αυτοχειρες" που μιλαει για τις αυτοκτονιες σημαντικων ανθρωπων της γεννιας του μεσοπολεμου , οπως Καρυωτακης ,Γιαννοπουλος ,Λαπαθιωτης, Συκουτρης, Δελτα και για καθεναν ξεχωριστα απο αυτους προσπαθει να αναλυσει τις κοινες κοινωνιολογικες αιτιες που τους εσπρωξαν στην αυτοχειρια
Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.
Δε θα 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.
Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης.
Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.
Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.
Περιμένοντας τους Βαρβάρους
-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.
-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.
-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.
τη διαφορά των ποιητών από τους κοινούς ανθρώπους περιγράφει ο Baudelaire στο ποίημα "Albatros"
...οταν περπατάει στη γή το πουλί αυτό είναι αστείο γιατί τα τεράστια φτερά του το εμποδίζουν
έτσι και οι ποιητές με την ιδιαίτερη ευαισθησία που τους διακρίνει φαίνονται "διαφορετικοί" .....
Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών.
Αν έρθει πάλι η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει,
κι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμαστε σκιών.
Το θάνατό μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιου.
Τέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική
Κι ύστερα φεύγουμε από τα βράδυα του Απρίλη,
στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει.
Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.
το σίριαλ πάσχει από ό,τι πάσχουν όλα τα ελληνικά σίριαλ εποχής...όλα είναι σε slow motion..ο ρυθμός, οι συζητήσεις, η εξέλιξη....όλα εξαντλούνται σε μια σοβαροφάνεια που κατά τους σκηνοθέτες σημαίνει ότι οι ηθοποιοί όσο πιο αργά μιλάνε τόσο περισσότερο κύρος έχουν, που αυτά που λένε είναι βαρύγδουπες κοινοτοπίες ενώ η κάμερα είναι τόσο δυσκίνητη που νομίζεις ότι τη χειρίζεται άνθρωπος με κινητικά προβλήματα...φρικτό...
δεν το βλεπω για να εχω αποψη για το συγκεκριμενο .. αλλα καταλαβαινω αυτο που λεει ο κ. Πανοπουλος απο παρελθουσες εμπειριες ....
ειναι κλισε .. το παρελθον απλα να κινειται σε πιο αργους ρυθμους απο το παρον και οχι αληθινο ....
αλλα δεν το βλεπω και δεν θα το δω για να εχω πραγματικη αποψη .
lab δεν πήγαινε σίγουρα όπως πάμε εμείς με την ψυχή στο στόμα... δεν ξέρω εσύ σε τι ρυθμούς κινείσαι αλλά προσωπικά κλίνω το ρήμα τρέχω σε όλους τους χρόνους κάθε μέρα ακόμη και το ΣΚ... μην πιάνουμε τα άκρα ΙΙ !
σελ εκανα πολυ μεγαλη προσπαθεια πριν για να μην ποσταρω πολυδουρη .. και για να μην ψαξω να βρω ημερομηνια και χαρτη ..
μου βγηκε το αντιδραστικο να μην συνδεεται παντα με με αυτον .. να μην φλυαρησω παλι ...
αλλα το εκανες εσυ .. και σε ευχαριστω .. γιατι θα ταν αδικο .. να μην τιμησουμε και αυτην αποψε
1. δεν σε ρώτησα σε τι ρυθμούς κινείσαι...
2. τί σχέση έχει το ρήμα "τρέχω" με αυτά που μιλάμε...
3. δεν "πιάνω" ποτέ τα άκρα...μάλλον ιδέα σου είναι...
Συμφωνώ με τη Μariah.
gpano και labtec, φαίνεται, όντως, να υπάρχει ένα συγκεκριμένο σεναριακό μοντέλο σε αυτού του είδους τις σειρές.
Είναι, όμως, και θέμα ρεαλισμού.
Η μονότονη και υπερβολικά ήρεμη ζωή στην Πρέβεζα της δεκαετίας του '20 -η οποία συνετέλεσε στη θανατηφόρα ανία του ποιητή- δεν γίνεται να παρουσιαστεί πιο σπιντάτα και ευχάριστα....
Ο πρωταγωνιστής πιστεύω παίζει ικανοποιητικά, ενώ το υπόλοιπο καστ μου έκανε καλή εντύπωση, όχι μόνο λόγω Αρμένη αλλά και κάποιων νέων ηθοποιών που έχουν πράγματα να δείξουν.
Εννοείται, πάντως, πως η σειρά δεν φαίνεται για κάτι εξαιρετικό (μέχρι τώρα τουλάχιστον).
Πάντως, απ'όσο είχα διαβάσει, μετά το 7ο-8ο επεισόδιο θα ανέβουν οι ρυθμοί παρουσιάζοντας πιο "διονυσιακές" στιγμές της ζωής του ποιητή.
η Πρεβεζα...
επειδη τυχαινει να ειμαι απο κεινα τα μερη..
... ...
ειναι ισως οτι πιο καταλληλο για την ιδιοσυγκρασια του ποιητη οπως περιγραφεται στο ποστ.
ειναι υγρη και σκοτεινη..ησυχη σε σημειο καταθλιψης..
αργη και με υποβοσκουσα ανησυχια..
με στενα σοκακια..φτωχογειτονιες και ελλειψη ρυμοτομιας..
ειναι γεματη με κοσμο αλλα και ερημη ταυτοχρονα.
Ειναι συντηρητικοφανης...αλλα ειναι και λιμανι..αλητεια..
Με μπαρακια χωμενα μεσα στα στενα..
Εχει ομορφη νυχτα..τα καλοκαιρια με εναστρο καθαρο ουρανο..γεματες πλατειες και ψαροταβερνες..γεματη η βολτα στο λιμανι με καθε λογης ανθρωπους..
Οικογενειες...ζευγαρακια..παιδοπαρεες..ομορφες κοπελες..
Μηχανακια..πλανοδιους μικροπωλητες..με καλαμποκια..ζαχαρωτα..
Ειναι σαν ενα κομματι της να ακολουθει το σημερα..
Αλλα ενα μεγαλο κομματι της να εχει μεινει πιστα προσκολλημενο στο χθες..
Ενα χθες αβεβαιο και τραυματισμενο...αφου η πρεβεζα..σαν λιμανι, εχει γνωρισει πολλες φορες στο παρελθον την καταστροφη..την ξενη κυριαρχια, τις σφαγες, την υποτελεια..
Ναι..ορισμενες φορες αν δωσεις προσοχη.. θα ακουσεις ενα βουβο παραπονο..ενα θρηνο στον αερα...
Και το χειμωνα..
Βροχη...πολλη βροχη...ενα γκριζο μισοσκοτεινο..(ή μισοφωτεινο..) τοπιο..
Μανιασμενα κυμματα ακομα και μεσα στο λιμανι...να βγαινουν ψηλα στην προβλητα..
Καθεσαι σιωπηλος μεσα στα καφενεδακια στο λιμανι...και βλεπεις κι ακους τον Ποσειδωνα και τον Αιολο να τσακωνονται..και αυτο αρκει..
Αν ομως ενα πραγμα εχω χαραγμενο στη μνημη μου απο μικρος, ειναι οτι η πρεβεζα.. ειναι η πολη με το λουνα παρκ.
Χειμωνα καλοκαιρι...αυτο εκει...ο παλιατσος στην ακρη της πολης..
Με τα πολυχρωμα φωτακια και τη χαρουμενη μουσικη...
το λιμάνι και η θάλασσα του ζεπου με πήγαν προς τα εκεί(από συλλογη απο ανέκδοτα κείμενα του καββαδια που βρήκα σε ενα βιβλιαρακι και σημείωσα):
Είναι καιρός τώρα που ένα παράξενο όνειρο με παιδεύει... Να φύγω με ενα μικρο κινέζικο καραβάκι μονάχος, μ'ένα καραβάκι που να μην έχει μπούσουλα και τιμόνι, και ή να χαθώ σ'ένα γεμάτο με ατμούς σίφωνα ή να ξημερωθώ ύστερα απο χρόνια σ'ένα νησί που να λάμπει σα διαμάντι στον καυτερό ήλιο, να μείνω εκεί για πάντα γύρω από γυμνές γυναίκες που δεν τις είδε ποτέ μάτι άλλο εκτός από το δικό μου, και ξαπλωμένος τα βράδια πάνω στα κοράλλια και τα κοχύλια, ν'ακούγω να παίζουν αόρατα ουκουλέλε, βλέποντας τ'άστρα που σ'όλους τους ουρανούς είναι πάντα τα ίδια.
«Κάθαρσις», γράφει ο Κ. Δήμου στον "Πρωϊνό Λόγο" (εφημερίδα της Ηπείρου) είναι ο τίτλος κειμένου του Κώστα Καρυωτάκη, γραμμένο το 1928 λίγα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, όταν υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Προνοίας και Αντιλήψεως για την αποκατάσταση των Προσφύγων της Μικράς Ασίας.
Κείμενο στο οποίο καταγράφονται οι οδυνηρές εμπειρίες ενός χρηστού υπαλλήλου (του ίδιου του συντάκτη) που αντιστάθηκε στους μηχανισμούς καταρράκωσης της προσωπικότητάς του και τους στημένους μηχανισμούς της διαπλοκής μέσα στο χώρο της δουλειάς του. Διδάσκονταν μέχρι πρότινος και στα Λύκεια.
Είναι ένα ειλικρινές, έντιμο και γενναίο κείμενο ενός έντιμου και θαρραλέου δημοσίου υπαλλήλου, και κόντρα στο διεφθαρμένο υπηρεσιακό καθεστώς της εποχής του. ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟΥ ΑΠΟΔΟΘΗΚΕ ΑΚΟΜΑ.
Και είναι γνωστό ποιο ήταν το τίμημα της αντίστασης και της αξιοπρεπούς στάσης του Καρυωτάκη στο χώρο της δουλειάς του: Η υπηρεσιακή εξόντωσή του και η δυσμενής μετάθεσή του στην Πρέβεζα, όπου και αυτοκτόνησε.
"...δείγμα πως η γνήσια ποίηση είναι καθαρά πολιτική, λαβαίνω ένα κείμενο του Καρυωτάκη. Είναι το Κάθαρσις", σχολίαζε ο καθηγητής Λιαντίνης.
"Γραμμένη λίγο προτού πεθάνει ο ποιητής, η Κάθαρσις είναι καθαρή, όσο και η αυτοκτονία του. Που η αυτοκτονία του Καρυωτάκη στην Πρέβεζα λειτούργησε σαν καθαρμός για όλους τους ποιητές και ολόκληρη την ποίηση της εποχής του...Το κείμενο αυτό δίνει μια πρωθύστερη αναπαράσταση της πολιτικής αθλιότητας του σήμερα με πιστότητα ανατριχιαστική...Τόσο δραστικό είναι το πολιτικό βεληνεκές της αληθινής ποίησης. Μια σελίδα ποίηση είναι ίσον ή μεγαλύτερο από μια βιβλιοθήκη φλυαρίες".
Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ ? παφ, παφ, παφ -, «έχετε λίγη σκόνη» να ειπώ «κύριε Άλφα».
Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θαʼχα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά : «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα?»
Έπρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχτώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και νʼ αρθρώσω «Δούλος σας, κύριέ μου».
Αλλά πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν από λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή, δε θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ?»
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.
Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασαν τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστρες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σʼερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημία. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα²?"
Κτείνειν ως νόσον πόλεως = να τον σκοτώνουν σα ναʼτανε κάθαρμα της πολιτείας. Πλάτ., Πρωταγ. 322d
Μετά το «Με ήβρε η νύχτα?» το χειρόγραφο του Καρυωτάκη είχε ακόμη τη φράση «κι ο θάνατος» Βλ. την έκδοση του Γ.Π.Σαββίδη 2, 231
KΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι
Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που' ναι.
Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι;»
Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.
Δε θα 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.
Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης.
Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.
Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.
ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ
Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.
Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.
Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.
Oλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος?
-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.
-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.
-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
...από τα αγαπημένα μου....
...οταν περπατάει στη γή το πουλί αυτό είναι αστείο γιατί τα τεράστια φτερά του το εμποδίζουν
έτσι και οι ποιητές με την ιδιαίτερη ευαισθησία που τους διακρίνει φαίνονται "διαφορετικοί" .....
Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών.
Αν έρθει πάλι η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει,
κι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμαστε σκιών.
Το θάνατό μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιου.
Τέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική
Κι ύστερα φεύγουμε από τα βράδυα του Απρίλη,
στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει.
Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.
Ελεγεία και Σάτιρες
ΠΡΕΒΕΖΑ
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμύδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια «ελλειπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
δεν βλεπω τηλ. αλλα ειναι σαν να εχω εικονα στο μυαλο μου .
ειναι κλισε .. το παρελθον απλα να κινειται σε πιο αργους ρυθμους απο το παρον και οχι αληθινο ....
αλλα δεν το βλεπω και δεν θα το δω για να εχω πραγματικη αποψη .
Η δραση δεν εχει να κανει με τα διαθεσομα θεαματα ..
μου βγηκε το αντιδραστικο να μην συνδεεται παντα με με αυτον .. να μην φλυαρησω παλι ...
αλλα το εκανες εσυ .. και σε ευχαριστω .. γιατι θα ταν αδικο .. να μην τιμησουμε και αυτην αποψε
2. τί σχέση έχει το ρήμα "τρέχω" με αυτά που μιλάμε...
3. δεν "πιάνω" ποτέ τα άκρα...μάλλον ιδέα σου είναι...
να τα εχω προχειρα οταν θα εχω ποσειδωνα σε ακριβεια ?
Μ. Πολυδούρη: Άπαντα, Εκδ. Εστία, Γενάρης 1961 ...
http://www.geocities.com/mpolidouri/Kritiko_Anthologio.html
gpano και labtec, φαίνεται, όντως, να υπάρχει ένα συγκεκριμένο σεναριακό μοντέλο σε αυτού του είδους τις σειρές.
Είναι, όμως, και θέμα ρεαλισμού.
Η μονότονη και υπερβολικά ήρεμη ζωή στην Πρέβεζα της δεκαετίας του '20 -η οποία συνετέλεσε στη θανατηφόρα ανία του ποιητή- δεν γίνεται να παρουσιαστεί πιο σπιντάτα και ευχάριστα....
Ο πρωταγωνιστής πιστεύω παίζει ικανοποιητικά, ενώ το υπόλοιπο καστ μου έκανε καλή εντύπωση, όχι μόνο λόγω Αρμένη αλλά και κάποιων νέων ηθοποιών που έχουν πράγματα να δείξουν.
Εννοείται, πάντως, πως η σειρά δεν φαίνεται για κάτι εξαιρετικό (μέχρι τώρα τουλάχιστον).
Πάντως, απ'όσο είχα διαβάσει, μετά το 7ο-8ο επεισόδιο θα ανέβουν οι ρυθμοί παρουσιάζοντας πιο "διονυσιακές" στιγμές της ζωής του ποιητή.
επειδη τυχαινει να ειμαι απο κεινα τα μερη..
... ...
ειναι ισως οτι πιο καταλληλο για την ιδιοσυγκρασια του ποιητη οπως περιγραφεται στο ποστ.
ειναι υγρη και σκοτεινη..ησυχη σε σημειο καταθλιψης..
αργη και με υποβοσκουσα ανησυχια..
με στενα σοκακια..φτωχογειτονιες και ελλειψη ρυμοτομιας..
ειναι γεματη με κοσμο αλλα και ερημη ταυτοχρονα.
Ειναι συντηρητικοφανης...αλλα ειναι και λιμανι..αλητεια..
Με μπαρακια χωμενα μεσα στα στενα..
Εχει ομορφη νυχτα..τα καλοκαιρια με εναστρο καθαρο ουρανο..γεματες πλατειες και ψαροταβερνες..γεματη η βολτα στο λιμανι με καθε λογης ανθρωπους..
Οικογενειες...ζευγαρακια..παιδοπαρεες..ομορφες κοπελες..
Μηχανακια..πλανοδιους μικροπωλητες..με καλαμποκια..ζαχαρωτα..
Ειναι σαν ενα κομματι της να ακολουθει το σημερα..
Αλλα ενα μεγαλο κομματι της να εχει μεινει πιστα προσκολλημενο στο χθες..
Ενα χθες αβεβαιο και τραυματισμενο...αφου η πρεβεζα..σαν λιμανι, εχει γνωρισει πολλες φορες στο παρελθον την καταστροφη..την ξενη κυριαρχια, τις σφαγες, την υποτελεια..
Ναι..ορισμενες φορες αν δωσεις προσοχη.. θα ακουσεις ενα βουβο παραπονο..ενα θρηνο στον αερα...
Και το χειμωνα..
Βροχη...πολλη βροχη...ενα γκριζο μισοσκοτεινο..(ή μισοφωτεινο..) τοπιο..
Μανιασμενα κυμματα ακομα και μεσα στο λιμανι...να βγαινουν ψηλα στην προβλητα..
Καθεσαι σιωπηλος μεσα στα καφενεδακια στο λιμανι...και βλεπεις κι ακους τον Ποσειδωνα και τον Αιολο να τσακωνονται..και αυτο αρκει..
Αν ομως ενα πραγμα εχω χαραγμενο στη μνημη μου απο μικρος, ειναι οτι η πρεβεζα.. ειναι η πολη με το λουνα παρκ.
Χειμωνα καλοκαιρι...αυτο εκει...ο παλιατσος στην ακρη της πολης..
Με τα πολυχρωμα φωτακια και τη χαρουμενη μουσικη...
Ναι...αυτο ειναι η πρεβεζα. Ενας παλιατσος...
Είναι καιρός τώρα που ένα παράξενο όνειρο με παιδεύει... Να φύγω με ενα μικρο κινέζικο καραβάκι μονάχος, μ'ένα καραβάκι που να μην έχει μπούσουλα και τιμόνι, και ή να χαθώ σ'ένα γεμάτο με ατμούς σίφωνα ή να ξημερωθώ ύστερα απο χρόνια σ'ένα νησί που να λάμπει σα διαμάντι στον καυτερό ήλιο, να μείνω εκεί για πάντα γύρω από γυμνές γυναίκες που δεν τις είδε ποτέ μάτι άλλο εκτός από το δικό μου, και ξαπλωμένος τα βράδια πάνω στα κοράλλια και τα κοχύλια, ν'ακούγω να παίζουν αόρατα ουκουλέλε, βλέποντας τ'άστρα που σ'όλους τους ουρανούς είναι πάντα τα ίδια.
«Κάθαρσις», γράφει ο Κ. Δήμου στον "Πρωϊνό Λόγο" (εφημερίδα της Ηπείρου) είναι ο τίτλος κειμένου του Κώστα Καρυωτάκη, γραμμένο το 1928 λίγα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, όταν υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Προνοίας και Αντιλήψεως για την αποκατάσταση των Προσφύγων της Μικράς Ασίας.
Κείμενο στο οποίο καταγράφονται οι οδυνηρές εμπειρίες ενός χρηστού υπαλλήλου (του ίδιου του συντάκτη) που αντιστάθηκε στους μηχανισμούς καταρράκωσης της προσωπικότητάς του και τους στημένους μηχανισμούς της διαπλοκής μέσα στο χώρο της δουλειάς του. Διδάσκονταν μέχρι πρότινος και στα Λύκεια.
Είναι ένα ειλικρινές, έντιμο και γενναίο κείμενο ενός έντιμου και θαρραλέου δημοσίου υπαλλήλου, και κόντρα στο διεφθαρμένο υπηρεσιακό καθεστώς της εποχής του. ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟΥ ΑΠΟΔΟΘΗΚΕ ΑΚΟΜΑ.
Και είναι γνωστό ποιο ήταν το τίμημα της αντίστασης και της αξιοπρεπούς στάσης του Καρυωτάκη στο χώρο της δουλειάς του: Η υπηρεσιακή εξόντωσή του και η δυσμενής μετάθεσή του στην Πρέβεζα, όπου και αυτοκτόνησε.
"...δείγμα πως η γνήσια ποίηση είναι καθαρά πολιτική, λαβαίνω ένα κείμενο του Καρυωτάκη. Είναι το Κάθαρσις", σχολίαζε ο καθηγητής Λιαντίνης.
"Γραμμένη λίγο προτού πεθάνει ο ποιητής, η Κάθαρσις είναι καθαρή, όσο και η αυτοκτονία του. Που η αυτοκτονία του Καρυωτάκη στην Πρέβεζα λειτούργησε σαν καθαρμός για όλους τους ποιητές και ολόκληρη την ποίηση της εποχής του...Το κείμενο αυτό δίνει μια πρωθύστερη αναπαράσταση της πολιτικής αθλιότητας του σήμερα με πιστότητα ανατριχιαστική...Τόσο δραστικό είναι το πολιτικό βεληνεκές της αληθινής ποίησης. Μια σελίδα ποίηση είναι ίσον ή μεγαλύτερο από μια βιβλιοθήκη φλυαρίες".
Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ ? παφ, παφ, παφ -, «έχετε λίγη σκόνη» να ειπώ «κύριε Άλφα».
Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θαʼχα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά : «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα?»
Έπρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχτώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και νʼ αρθρώσω «Δούλος σας, κύριέ μου».
Αλλά πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν από λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή, δε θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ?»
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.
Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασαν τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστρες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σʼερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημία. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα²?"
Κτείνειν ως νόσον πόλεως = να τον σκοτώνουν σα ναʼτανε κάθαρμα της πολιτείας. Πλάτ., Πρωταγ. 322d
Μετά το «Με ήβρε η νύχτα?» το χειρόγραφο του Καρυωτάκη είχε ακόμη τη φράση «κι ο θάνατος» Βλ. την έκδοση του Γ.Π.Σαββίδη 2, 231