Nα'χα ένα κουτί Depon/και ένα μπλοκ επιταγών/να σε πληρώνω για τις υπηρεσίες σου/τις σαρκικές θυσίες σου/σεξ με τον εγκέφαλο/πώς να μην έχω πονοκέφαλο;Μου σπασες τον τσαμπουκά/έγινα ίδια η Λουκά/που από τις αγαμίες/κάνει τουρνέ στις παραλίες/Φωνή Κυρίου και Σωτήρ/η λίμπιντό μου στο ναδίρ/λέω να πάω σε μοναστήρι/Θεέ μου,δεν το γλιτώνω το τρεχαντήρι!
είμαι και αυτά....είμαι και τα άλλα....ψάχνε γύρευε......ναι και γω θέλω να κατρακυλήσω!!!!!!!!!
και ό,τι βγει.....................................................
Πάρε ένα κουτί Depon/Μην το σκίσεις το καλσόν/Λίμπιντο και ευτυχία/που σκορπάνε στα σημεία/τυχερό το δεκατρία/σε κομμάτι από καθρέφτη/του αιώνα μας τον κλεφτη/μές τον χρόνο τον κοιμίζω/μυστικά δεν ψιθυρίζω/μην το όνειρο ξεφτίσει/μην ο κθούλου μας αφήσει/φεύγω , δεν ξαναγυρνώ/τίποτα δνε έχω να ρωτώ/δεν μπορούν οι απαντήσεις/να μπερδεύονται στις ρήσεις/
Όχι,το ταλέντο σας είναι αναμφισβήτητο,αναμφίβολα.Αναντίρρητα,σας βγάζω το καπέλο...Αλλά αν με μπερδεύετε με πτυελοδοχεία και δομμάζους,καλό θα είναι να το ξανασκεφτείτε.Δεν έχω καμία σχέση με μουλτιπερσοναλικές μετριότητες που χαριεντίζονται αυνανίζοντας τον εγκεφαλικό φλοιό και άλλα κέντρα χωρίς κάποια brain-police να κάνει όπως πρέεπι το έργο της.Είμαι περσόνα του εαυτού μου,εγώ και μόνο εγώ.Ευχαριστώ για την προσοχή σας.Το σόου θα συνεχιστελι σε επόμενα επεισόδια...
αλλα μια που εγινε μνεια στο ατομο μου,πραγμα που δειχνει ποσο σημαντικος και ανεξιτηλος παραμενω θα αφιερωσω κι εγω κατι τις
αφιερωνω λοιπον:
Σʼ ένα δρομάκι σκοτεινό , εκεί που περπατούσα
βλέπω ζωάκι ξαφνικά : Σαρανταπαπαρούσα
Που περπατούσε κουνιστό κουνώντας τα παπάρια
και τα παπάρια έλαμπαν , γυαλιστερά σαν ψάρια
που μόλις έπιασε Ψαράς , κι ήσαν πολλά στο δίχτυ
και ήταν η ώρα δώδεκα , βαθειά στο μεσονύχτι.Περάσαν τα μεσάνυχτα -γοργά περνά ο χρόνος-
κι αναρωτιέται ο Ψαράς: «να γίνω δολοφόνος
ενός θεσπέσιου ψαριού σαρανταπαπαράτου
που έχει σφραγίδα στα πλευρά «Σπηλιά του Νοσφεράτου»;
Οχι! ποτέ δεν θα σκοτώ-, δεν θα δολοφονήσω
τέτοια ψαρούκλα όμορφη. Της πείνας ας ψοφήσω!Τέτοια σκεφτόταν ο Ψαράς κι απόμενε κολώνα
κι ας νύσταζε, κι ας πείναγε, κι αύριο ας είχʼ αγώνα?
Στο τέλος τʼ αποφάσισε και κόβει ένα παπάρι
τρώει το μισό τηγανιστό, το υπόλοιπο στο Ψάρι
το δίνει με μισή καρδιά γεμάτη καλοσύνη
κι εκείνο, στʼ άλλα τριανταεννιά τον γράφει και τον σβήνει!Και τότε ηκούσθη μια φωνή,λες κι ήρθε απ΄τα ουράνια
που έμοιαζε με τη φωνή που βγάζει η Ανίτα Πάνια:-Εγώ δεν είμαι έντομο, εγώ δεν είμαι ψάρι
μα θεία δίκη μʼ έκανε να χάσω κάθε χάρη.
Εγώ που λέτε ήμουνα ρούσα, παπά γυναίκα
τα κάλλη μου θα τύφλωναν και μεραρχίες δέκα. Σαράντα χρόνων ήμουνα και ο παπάς ογδόντα.
Τις νύχτες σαν καιγόμουνα κι έψαχνα ανακόντα
αυτός κοιμόταν κι έτσι εγώ τι νάʼκανα για πες μου,
-δεν ήθελα τα κάλλη μου να φάει ο καναπές μου-
βαφόμουνα, ντυνόμουνα κι έβγαινα στο κυνήγι,
έψαχνα άνθρωπο κι εγώ να σβύσει μου τα ρίγη.
Κι όπως δεν είμαι οπαδός του ΛΑ.Ο.Σ και του Πλεύρη,
ποτέ μου δεν απέκλεισα κάποιον που σαν αλεύρι
δεν ήτανε το χρώμα του λευκό, μα σοκολάτα.
Αρκεί ποντίκια νάʼπιανε, δεν μʼ ένοιαζε αν η ?γάτα?
ήταν λευκή ή καφετιά, μαύρη ή κιτρινιάρα,
μόνο να είναι ζωηρή ήθελα και χαδιάρα.
Και ο παπάς σαν τόʼμαθε απ΄τον καντηλανάφτη,
πούʼναι σπιούνος κι άσχημος, κι όλο φωτιές ανάφτει,
άνοιξε τα βιβλία του κι ευθύς ρίχνει κατάρες
κι έτσι από κόρη όμορφη, απέκτησα παπάρες. Ευρέθηκʼ ένας χριστιανός και μάγος με πατέντα
κι ήρθε να παίξουμε χαρτιά. Τον κέρδισα με κέντα
και ξαναπήρα τη μορφή που είχα την πανώρια
και τα σαράντα αρχίδια μου τα μοίρασα στʼ αγόρια
που όταν λένε παπαριές και ρίχνουνε κατράμι
νάʼχουν αντίβαρο αυτά, να μη τους λείπει δράμι!Ευρέθηκʼ ένας χριστιανός και μάγος με πατέντα
κι ήρθε να παίξουμε χαρτιά. Τον κέρδισα με κέντα
και ξαναπήρα τη μορφή που είχα την πανώρια
και τα σαράντα αρχίδια μου τα μοίρασα στʼ αγόρια
που όταν λένε παπαριές και ρίχνουνε κατράμι
νάʼχουν αντίβαρο αυτά, να μη τους λείπει δράμι!
Στον αυτόματο τηλεφωνητή
http://www.youtube.com/watch?v=fCPf1DF3Z5A&feature=related
Μάντεψε, δεν είναι δύσκολο, είμαι προβλέψιμος τύπος
και ό,τι βγει.....................................................
με-τε-ω-ρύγνυμι
Μπορεί να μην έχω ποιητικό ταλέντο αλλά έχω πλάκα
Δώσε αμέσως το depon!
{κριαρίσιος πονοκέφαλος}
-Σιγα μην εγραφα εγώ τέτοιες μαλακίες..
ΛΟΛ
αφιερωνω λοιπον:
Σʼ ένα δρομάκι σκοτεινό , εκεί που περπατούσα
βλέπω ζωάκι ξαφνικά : Σαρανταπαπαρούσα
Που περπατούσε κουνιστό κουνώντας τα παπάρια
και τα παπάρια έλαμπαν , γυαλιστερά σαν ψάρια
που μόλις έπιασε Ψαράς , κι ήσαν πολλά στο δίχτυ
και ήταν η ώρα δώδεκα , βαθειά στο μεσονύχτι.Περάσαν τα μεσάνυχτα -γοργά περνά ο χρόνος-
κι αναρωτιέται ο Ψαράς: «να γίνω δολοφόνος
ενός θεσπέσιου ψαριού σαρανταπαπαράτου
που έχει σφραγίδα στα πλευρά «Σπηλιά του Νοσφεράτου»;
Οχι! ποτέ δεν θα σκοτώ-, δεν θα δολοφονήσω
τέτοια ψαρούκλα όμορφη. Της πείνας ας ψοφήσω!Τέτοια σκεφτόταν ο Ψαράς κι απόμενε κολώνα
κι ας νύσταζε, κι ας πείναγε, κι αύριο ας είχʼ αγώνα?
Στο τέλος τʼ αποφάσισε και κόβει ένα παπάρι
τρώει το μισό τηγανιστό, το υπόλοιπο στο Ψάρι
το δίνει με μισή καρδιά γεμάτη καλοσύνη
κι εκείνο, στʼ άλλα τριανταεννιά τον γράφει και τον σβήνει!Και τότε ηκούσθη μια φωνή,λες κι ήρθε απ΄τα ουράνια
που έμοιαζε με τη φωνή που βγάζει η Ανίτα Πάνια:-Εγώ δεν είμαι έντομο, εγώ δεν είμαι ψάρι
μα θεία δίκη μʼ έκανε να χάσω κάθε χάρη.
Εγώ που λέτε ήμουνα ρούσα, παπά γυναίκα
τα κάλλη μου θα τύφλωναν και μεραρχίες δέκα.
Σαράντα χρόνων ήμουνα και ο παπάς ογδόντα.
Τις νύχτες σαν καιγόμουνα κι έψαχνα ανακόντα
αυτός κοιμόταν κι έτσι εγώ τι νάʼκανα για πες μου,
-δεν ήθελα τα κάλλη μου να φάει ο καναπές μου-
βαφόμουνα, ντυνόμουνα κι έβγαινα στο κυνήγι,
έψαχνα άνθρωπο κι εγώ να σβύσει μου τα ρίγη.
Κι όπως δεν είμαι οπαδός του ΛΑ.Ο.Σ και του Πλεύρη,
ποτέ μου δεν απέκλεισα κάποιον που σαν αλεύρι
δεν ήτανε το χρώμα του λευκό, μα σοκολάτα.
Αρκεί ποντίκια νάʼπιανε, δεν μʼ ένοιαζε αν η ?γάτα?
ήταν λευκή ή καφετιά, μαύρη ή κιτρινιάρα,
μόνο να είναι ζωηρή ήθελα και χαδιάρα.
Και ο παπάς σαν τόʼμαθε απ΄τον καντηλανάφτη,
πούʼναι σπιούνος κι άσχημος, κι όλο φωτιές ανάφτει,
άνοιξε τα βιβλία του κι ευθύς ρίχνει κατάρες
κι έτσι από κόρη όμορφη, απέκτησα παπάρες. Ευρέθηκʼ ένας χριστιανός και μάγος με πατέντα
κι ήρθε να παίξουμε χαρτιά. Τον κέρδισα με κέντα
και ξαναπήρα τη μορφή που είχα την πανώρια
και τα σαράντα αρχίδια μου τα μοίρασα στʼ αγόρια
που όταν λένε παπαριές και ρίχνουνε κατράμι
νάʼχουν αντίβαρο αυτά, να μη τους λείπει δράμι!Ευρέθηκʼ ένας χριστιανός και μάγος με πατέντα
κι ήρθε να παίξουμε χαρτιά. Τον κέρδισα με κέντα
και ξαναπήρα τη μορφή που είχα την πανώρια
και τα σαράντα αρχίδια μου τα μοίρασα στʼ αγόρια
που όταν λένε παπαριές και ρίχνουνε κατράμι
νάʼχουν αντίβαρο αυτά, να μη τους λείπει δράμι!