Σκεφτόμουν.
Δεν έρχεσαι πια γυμνή και άσπρη με τα πέλματα σκονισμένα από την άσφαλτο.
Ποτέ λαμπερή και όμορφη όπως τότε.
Δεν έρχεσαι πια ποτέ.
Την τελευταία από όλες τις φορές που σε συνάντησα, φορούσες κάτι μαύρο.
Τι ήταν αλήθεια δεν θυμάμαι, μόνο το μαύρο.
Και πλησίασες, αργά μα σίγουρα, έσπαγαν τα τακούνια σου το πάτωμα και κάθισες δίπλα μου στο κρεβάτι με βλέμμα μαύρο.
Ούτε μιλιά ούτε χαμόγελο, μονάχα σίγουρη ακόμα, έσκυψες και με φίλησες.
Δεν ήταν σύντομο, αλλά το τελευταίο.
Κιʼ όταν σηκώθηκες και γύρισες την πλάτη, «καιρός να φύγω» σκέφτηκες και περπάτησες, ίδιο το μαύρο, ίδιο το βήμα, ως τον διάδρομο.
Εκεί σε είδα, κρύφτηκες, πρώτη σκιά δεξιά.
Ύστερα, σου πλήρωσα τον πόνο και το κρίμα.
Ήξερα πως με έβλεπες, που σήκωσα το χέρι σταθερά και με μια κίνηση κοφτή, σκούπισα το φιλί.
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ