Μπροστά στην στάση του λεωφορείου με το καλοκαιρινό της φόρεμα και τα μαλλιά φρεσκολουσμένα, χυτά στους ώμους. Θέση contra posto. Πλησίαζα την στάση περπατώντας και δίχως να μπορώ να αποφύγω την παρόρμηση εξέταζα το στήσιμο, το πλούσιο σώμα, το κάπως κοκκινισμένο από τις πρώτες επισκέψεις στην παραλία δέρμα της. Μονάχα το πρόσωπο κρατούσε κρυφό. Φορούσε αυτά τα τεράστια γυαλιά ηλίου που έκρυβαν τα μάτια, τα ζυγωματικά, σχεδόν το μισό πρόσωπο δηλαδή και άφηναν σε κοινή θέα μονάχα το στόμα, ένα στόμα που δεν πρόδιδε τίποτα. Τα χείλη της κλειστά, ξεκουραζόντουσαν το ένα πάνω στο άλλο ανέκφραστα. Δεν ήθελε ούτε να γελάσει ούτε να κλάψει. Μονάχα περίμενε.
Όταν το λεωφορείο πλησίασε και έκοψε ταχύτητα το σώμα της γρηγόρεψε απότομα, πήρε ανάσα και χώθηκε στην μπροστινή πόρτα από τους πρώτους. Μπήκα από την πίσω πόρτα αγνοώντας εκείνους που προσπαθούσαν να αποβιβαστούν και την συνάντησα ξανά κάπου στις μεσαίες θέσεις. Αυτή κάθισε και εγώ έμεινα όρθιος ακριβώς δίπλα της. Έτσι μπορούσα να κοιτώ άφοβα προσποιούμενος απλώς πως κοιτώ χαμηλά, ενώ για εκείνη θα ήταν δύσκολο να ανταποδώσει τις ματιές, μιας και έπρεπε να ανασηκώσει το κεφάλι και να κοιτάξει ψηλά, κίνηση που θα την πρόδιδε. Πόνταρα στην διακριτικότητα της.
Δεν έλεγε να βγάλει τα γυαλιά για να δω τα μάτια της. Αναρωτήθηκα μήπως πίσω από τους αδιαφανής μαύρους φακούς της μπορούσε να με βλέπει δίχως να το καταλαβαίνω από την κλίση του κεφαλιού. Ενώ περίμενα ελπίζοντας, ταίριαξα στο πρόσωπο της ένα σωρό συνδυασμούς. Της έβαλα μικρά και μεγάλα μάτια, καλογραμμένα με σωστές αποστάσεις, στραβά και αλλήθωρα, μαύρα και γαλανά. Έπαιζα με τις πιθανότητες ώσπου το λεωφορείο έφτασε στο τέρμα. Σταθμός Δουκίσης Πλακεντίας. Θα παίρναμε το τραίνο. Και οι δύο. Κατέβηκε πάλι βιαστική, και πάτησε αυστηρά στις κυλιόμενες σκάλες του μετρό. Δυο σκαλιά πίσω ακολούθησα τις πτυχές του φορέματος.
Ακύρωσε το εισιτήριο που κρατούσε στο χέρι από το λεωφορείο και την μιμήθηκα. Δεν είχε μαζί της τσάντα. Πού πάει μια γυναίκα χωρίς τσάντα; Πού έχει βάλει τα κλειδιά, τα λεφτά της; Στρίμωγμα στο βαγόνι. Της γυρίζω την πλάτη και έχω λόγο. Κοιτάω μέσα από το τζάμι στα παράθυρα το είδωλο της. Σε χρόνο ανύποπτο σηκώνει το δεξί χέρι και βγάζει τα γυαλιά. Ή στιγμή είχε τόση ένταση όσο και μια σκηνή όπου ο Ζορό αποχωρίζεται την μάσκα του. Πρέπει να γυρίσω. Η αντανάκλαση μου δείχνει ένα πρόσωπο συμμετρικό μα δεν αποκαλύπτει χρώματα και λεπτομέρειες. Γυρνάω το σώμα μου αργά, σαν να ζητώ να βολευτώ καλύτερα. Κρατιέμαι από το πίσω μέρος ενός καθίσματος και την κοιτώ. Καφέ. Σκούρο καφέ. Μάτια μεγάλα, όχι απόλυτα συμμετρικά και έντονα φρύδια, καμπυλωτά. Ανατρέχω στις σκόρπιες μνήμες μου, στο φωτογραφικό υλικό των ημερών μου. Όχι δεν την έχω ξαναδεί.
Μόλις στην πρώτη στάση, Χαλάνδρι, την βλέπω να γυρνάει προς την πόρτα. Θα κατεβεί; Τόσο μικρή διαδρομή;
«συγνώμη, η στάση μου»
Προσπερνάω την κυρία με τις πλαστικές σακούλες τελευταία στιγμή, και ίσα που προλαβαίνω να βγω και εγώ από το βαγόνι. Την εντοπίζω ανάμεσα στον κόσμο που αναβαίνει τις σκάλες χάρη στο φόρεμα και τρέχω προς την ίδια έξοδο. Καθαρός αέρας και ο ήλιος καταπρόσωπο με τυφλώνει. Τώρα σίγουρα έχει ξαναφορέσει τα γυαλιά. Μα που..; Την έχασα. Κοιτώ τον κόσμο που σκορπίζει, μπερδεύομαι ανάμεσα σε αυτούς που έρχονται, φεύγουν, ψάχνουν ταξί, περιμένουν παρέες, ψωνίζουν απʼ τους πλανόδιους, παρκάρουν και ξεπαρκάρουν, αλλά δεν την βρίσκω πουθενά. Γαμώτο! Θέλω πολύ να βρίσω γιατί ήθελα πολύ να την βρω και μου ξέφυγε.
Περπατάω προς την πεζογέφυρα. Δεν θέλω να περάσω απέναντι, δεν έχω κανένα λόγο να βρίσκομαι στο Χαλάνδρι, έχω κάθε λόγο να πάρω ξανά το μετρό και να κατέβω αυτή την φορά κανονικά στην στάση μου, στο Σύνταγμα. Ανεβαίνω τα σκαλιά της γέφυρας και περπατάω ως την μέση. Από κάτω περνούν τα Ι.Χ. και θυμάμαι τις ραδιοφωνικές εκπομπές για την κυκλοφορία: «ροή κανονική, η διέλευση των οχημάτων πραγματοποιείται με ευκολία αυτή την ώρα...» Κοιτάω αυθόρμητα προς τον σταθμό και δίχως να το περιμένω, ενώ το βλέμμα μου ξεκουράζεται στο φυτεμένο πράσινο των παρτεριών, την βλέπω. Κάθεται στο παγκάκι και φοράει τα γυαλιά της. Μόνη, στο παγκάκι. Δεν κάνει τίποτα, μονάχα κάθεται. Να περιμένει κάτι, κάποιον; Λες να έχει ραντεβού; Φίλος, φίλη, εραστής; Δεν το σκέφτομαι περισσότερο. Τρέχω από την γέφυρα προς τον σταθμό, κουτρουβαλάω τα σκαλιά δύο-δύο, περνώ ξυστά από τις απλωμένες στο πεζοδρόμιο πραμάτειες και φτάνω αγκομαχώντας, σχεδόν διπλωμένος από την ανάγκη για ανάσα, στο παγκάκι, μπροστά της. Την κοιτάω ασθμαίνοντας ακόμη ενώ βγάζει ήρεμα τα γυαλιά της και με κοιτάει.
«Γειά σου» Τολμάω
«Καλή σου ημέρα» Μου ανταποδίδει με χαμόγελο
«Ξέρεις, δεν ξέρω γιατί, σε παρατηρούσα, μου κρυβόσουν στην αρχή, μετά σε είδα, μου άρεσες, σε ακολούθησα.. Σε έχασα μετά, απογοητεύτηκα πολύ, θύμωσα σχεδόν, έκανα τον αδιάφορο για να σε ξεχάσω και μετά ξαφνικά σε είδα ξανά. Και δεν ήθελα να σε χάσω. Δεν θα άντεχα να μην σε βρω. Δεν ξέρω γιατί… Θα σου φαίνομαι τρελός…» μιλούσα χωρίς διακοπή και δεν ήμουν καν σίγουρος για το τι έλεγα.
«Γιατί τόση ανησυχία; Εδώ ήμουν, εδώ είμαι, θα σε περίμενα.»
«Πώς; Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω.. Πες μου πρώτα, πώς σε λένε;»
«Αλήθεια».
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ