Ναι
αγαπημένη μου, πολύ πριν να σε συναντήσω εγώ σε περίμενα… πάντοτε σε
περίμενα. Σαν ήμουνα παιδί και με έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου, έσκυβε
και με ρωτούσε, τι έχεις αγόρι μου ;
Δεν μίλαγα… μονάχα κοίταζα πίσω απʼ τον ώμο της έναν κόσμο άδειο από
σένα… και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κονδύλι ήταν για να μάθω να σου
γράφω τραγούδια… Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες
ακόμα, όταν τη νύχτα κοίταζα τα αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια
σου, και όταν χτύπαγε η πόρτα μου και άνοιγα δεν ήτανε κανείς. Κάπου
όμως μες στον κόσμο, ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε. Έτσι έζησα πάντοτε…
Και όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά θυμάσαι; Μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά, σαν να με γνώριζες από χρόνια… μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρα μου… αγαπημένη…
Θυμάσαι αλήθεια την πρώτη μεγάλη μέρα μας; Σου πήγαινε αυτό το κίτρινο φόρεμα, ένα απλό φτηνό φόρεμα μα ήταν τόσο όμορφα κίτρινο… οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια… σου πήγαινε στο πρόσωπο σου ο ήλιος, σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου αυτό το τριανταφυλλένιο σύννεφο, και αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή σου πήγαινε… Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες, τα ξανάβγαζα, βαδίζαμε δίχως λέξη… μα και την να πει κανείς όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου, τόσο μεγάλα. Ένα παιδί στη γωνιά τραγούδαγε τις λεμονάδες του, ήπιαμε μια στα δυο, και αυτό το χελιδόνι που πέρασε ξαφνικά πλάι στα μαλλιά σου, τι σου είπε λοιπόν ; Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου… δεν μπορεί κάτι θα σουʼ πε. Το ξενοδοχείο ήταν μικρό σε μια παλιά συνοικία πλάι στο σταθμό. Μα μες την αντηλιά κοιτάζαμε να μανουβράρουμε τα τρένα. Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας, αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό, αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω, πόσο σου πήγαιναν…
Κι ύστερα ξαφνικά εκείνο το βράδυ, έβρεχε, ανέβηκα τέσσερα-τέσσερα τα σκαλιά, κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε στο ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα. ʽʼΦεύγω, μην ζητήσεις να με βρειςʼʼ, έγραφε. Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στις χυμένες πούδρες, σαν ένα μικρό, παιδικό φέρετρο, μέσα στη σκόνη. Που είσαι λοιπόν πες μου? Που είσαι, σʼ αναζητάω, σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο τις πόρτας σε ένα σπίτι που πιάσε φωτιά…
Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι και σε περιμένω. Δεν θα χτυπούσες καν την πόρτα. Θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα. Η κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θαʼ λυνες ξαφνικά , εκείνα τα ασύγκριτα τυραννικά μαλλιά σου. Η παλιά ντουλάπα, θαʼ τρέχε και σαν μια ταπεινή υπηρέτρια θα σου βγάζε τα παπούτσια. Θα γελούσαν οι καθρέφτες , θα ξυπνούσαν οι γείτονες… Όλα έχουν μείνει όπως τα αφίσες θα σουʼ λεγα… Και η χτένα σου, να τη εκεί. Η μαύρη μεγάλη χτένα σου , σαν ένας έρημος κατασκότεινος δρόμος που τον περνάω κάθε νύχτα…
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρα σου ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει. Ένας άλλος βυθίζεται μες την μεγάλη σου άνοιξη. Εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες σʼ αγαπώ… Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει ας χιονίζει… Αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρο σου επάνω στο χιόνι εμένα είναι ο κόσμος μου. Δεν θα σου πω τίποτα μόλις βγεις θα περπατάω δίπλα σου αμίλητος, και αν αυτό σε πειράζει μπορώ ναʼ ρχομαι πίσω σου σαν το σκυλί… Και όταν πεθάνω, το χώμα που θα με σκεπάζει δεν θαʼ ναι για μένα το σκληρό χώμα τον νεκρών, μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της… ποδοπάτησε με ναʼ χω τουλάχιστον την ευτυχία να μʼ αγγίζεις…
Και όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά θυμάσαι; Μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά, σαν να με γνώριζες από χρόνια… μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρα μου… αγαπημένη…
Θυμάσαι αλήθεια την πρώτη μεγάλη μέρα μας; Σου πήγαινε αυτό το κίτρινο φόρεμα, ένα απλό φτηνό φόρεμα μα ήταν τόσο όμορφα κίτρινο… οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια… σου πήγαινε στο πρόσωπο σου ο ήλιος, σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου αυτό το τριανταφυλλένιο σύννεφο, και αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή σου πήγαινε… Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες, τα ξανάβγαζα, βαδίζαμε δίχως λέξη… μα και την να πει κανείς όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου, τόσο μεγάλα. Ένα παιδί στη γωνιά τραγούδαγε τις λεμονάδες του, ήπιαμε μια στα δυο, και αυτό το χελιδόνι που πέρασε ξαφνικά πλάι στα μαλλιά σου, τι σου είπε λοιπόν ; Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου… δεν μπορεί κάτι θα σουʼ πε. Το ξενοδοχείο ήταν μικρό σε μια παλιά συνοικία πλάι στο σταθμό. Μα μες την αντηλιά κοιτάζαμε να μανουβράρουμε τα τρένα. Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας, αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό, αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω, πόσο σου πήγαιναν…
Κι ύστερα ξαφνικά εκείνο το βράδυ, έβρεχε, ανέβηκα τέσσερα-τέσσερα τα σκαλιά, κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε στο ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα. ʽʼΦεύγω, μην ζητήσεις να με βρειςʼʼ, έγραφε. Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στις χυμένες πούδρες, σαν ένα μικρό, παιδικό φέρετρο, μέσα στη σκόνη. Που είσαι λοιπόν πες μου? Που είσαι, σʼ αναζητάω, σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο τις πόρτας σε ένα σπίτι που πιάσε φωτιά…
Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι και σε περιμένω. Δεν θα χτυπούσες καν την πόρτα. Θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα. Η κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θαʼ λυνες ξαφνικά , εκείνα τα ασύγκριτα τυραννικά μαλλιά σου. Η παλιά ντουλάπα, θαʼ τρέχε και σαν μια ταπεινή υπηρέτρια θα σου βγάζε τα παπούτσια. Θα γελούσαν οι καθρέφτες , θα ξυπνούσαν οι γείτονες… Όλα έχουν μείνει όπως τα αφίσες θα σουʼ λεγα… Και η χτένα σου, να τη εκεί. Η μαύρη μεγάλη χτένα σου , σαν ένας έρημος κατασκότεινος δρόμος που τον περνάω κάθε νύχτα…
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρα σου ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει. Ένας άλλος βυθίζεται μες την μεγάλη σου άνοιξη. Εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες σʼ αγαπώ… Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει ας χιονίζει… Αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρο σου επάνω στο χιόνι εμένα είναι ο κόσμος μου. Δεν θα σου πω τίποτα μόλις βγεις θα περπατάω δίπλα σου αμίλητος, και αν αυτό σε πειράζει μπορώ ναʼ ρχομαι πίσω σου σαν το σκυλί… Και όταν πεθάνω, το χώμα που θα με σκεπάζει δεν θαʼ ναι για μένα το σκληρό χώμα τον νεκρών, μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της… ποδοπάτησε με ναʼ χω τουλάχιστον την ευτυχία να μʼ αγγίζεις…
Τάσος Λειβαδίτης
http://www.youtube.com/watch?v=Abbu5hcH0kk
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ