Sonnet 127
In the old age black was not counted fair,
Or if it were, it bore not beauty's name.
But now is black beauty's successive heir,
And beauty slandered with a bastard shame.
For since each hand hath put on nature's pow'r,
Fairing the foul with art's false borrowed face,
Sweet beauty hath no name, no holy bow'r,
But is profaned, if not lives in disgrace.
Therefore my mistress' eyes are raven black,
Her eyes so suited, and they mourners seem
At such who, not born fair, no beauty lack,
Sland'ring creation with a false esteem.
Yet so they mourn, becoming of their woe,
That every tongue says beauty should look so.
Είναι ορθή στα βλέφαρά μου
Και τα μαλλιά της στα δικά μου.
Έχει το σχήμα των χεριών μου,
Κρατά το χρώμα των ματιών μου,
Την καταπίνει η σκιά μου
Καθώς την πέτρα ο ουρανός.
Ορθάνοιχτα τα μάτια της για πάντα,
Να ησυχάσω δεν μ'αφήνει.
Κατάφωτα τα όνειρά της
Τους ήλιους εξατμίζουν,
Με κάνουν να γελώ, να κλαίω και να γελώ,
Μιλώ, χωρίς να έχω τίποτα να πω.
Sonnet 130 (Recited by Alan Rickman)
Sonnet 127
In the old age black was not counted fair,
Or if it were, it bore not beauty's name.
But now is black beauty's successive heir,
And beauty slandered with a bastard shame.
For since each hand hath put on nature's pow'r,
Fairing the foul with art's false borrowed face,
Sweet beauty hath no name, no holy bow'r,
But is profaned, if not lives in disgrace.
Therefore my mistress' eyes are raven black,
Her eyes so suited, and they mourners seem
At such who, not born fair, no beauty lack,
Sland'ring creation with a false esteem.
Yet so they mourn, becoming of their woe,
That every tongue says beauty should look so.
Είναι ορθή στα βλέφαρά μου
Και τα μαλλιά της στα δικά μου.
Έχει το σχήμα των χεριών μου,
Κρατά το χρώμα των ματιών μου,
Την καταπίνει η σκιά μου
Καθώς την πέτρα ο ουρανός.
Ορθάνοιχτα τα μάτια της για πάντα,
Να ησυχάσω δεν μ'αφήνει.
Κατάφωτα τα όνειρά της
Τους ήλιους εξατμίζουν,
Με κάνουν να γελώ, να κλαίω και να γελώ,
Μιλώ, χωρίς να έχω τίποτα να πω.
L'amoureuse - Paul ?luard