Δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις μια πανσελήνου που δεν φαίνεται να αφήνει κανέναν αδιάφορο. Πανσέληνος στους Ιχθύες, το συναίσθημα βυθίζεται στο πηγάδι των ευχών αλλά το τζίνι έχει πέσει στον αιώνιο ύπνο περιμένοντας το τέλος των πάντων, την επιστροφή στην Εδέμ, εκεί που θα είναι ελεύθερο από τα δεσμά του "Θέλω"...
Γιατί τι άλλο είναι τελικά οι Ιχθύες; Ο Έρωτας που ποτέ δεν μπορεί να είναι ολόκληρος σε αυτό τον κόσμο, η ανάμνηση της ευωδιάς των φυτών του παραδείσου, το αμνιακό υγρό που μας τυλίγει στην πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής μας. Τότε που συμβιώνουμε, που σύζουμε με τη μητέρα, η μόνη ανθρώπινη ένωση που μπορεί κυριολεκτικά να υπάρξει, αυτή μεταξύ εμβρύου και μάνας. Πως να ζητήσεις από έναν άνθρωπο αυτό το συναίσθημα ολότητας των δύο και ολοκληρωτικής ευτυχίας του καθενός ξεχωριστά; Πως να καταλάβει ο άλλος πως μπορείς να ερωτευτείς τόσο δυνατά που μπορείς να πάψεις να υπάρχεις; Αυτό το ερώτημα μας καλεί να απαντήσουμε η Πανσέληνος στους Ιχθύες: Μπορούμε να αφεθούμε στο χάος (το όλον!) μιας αιώνιας ερωτικής ένωσης;
Σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι κατά την διάρκεια της άγρυπνης νύχτας της Πανσελήνου. Όλοι κουβαλάμε ένα θλιμμένο παιδί μέσα μας τελικά. Ένα παιδί που πάντα θα ζητά το όλον και όσο δεν ικανοποιείται τόσο θα κακιώνει. Σαν τον Πίτερ Παν που επιστρέφει από τους κήπους του Κέσινγκτον και βρίσκει το παράθυρο του δωματίου κλειστό και στην κούνια του (τη κούνια που δραπέτευσε γιατί ήθελε να είναι πουλί και όχι παιδί) ένα άλλο μωρό. Η μητέρα έχει ξεχάσει; Φταίει εκείνη που συνέχισε; Φταίει ο Πίτερ που τρόμαξε από τα όνειρα που έκανε οι γονείς του γι' αυτόν πάνω από την κούνια; Τα όνειρα σκοτώνουν ακόμη και αυτόν τον έρωτα φαίνεται, τον έρωτα του παιδιού για τη μάνα.
Σκέφτομαι έπειτα ότι οι Ιχθύες συμβολίζουν τις ψευδαισθήσεις. Και μεγαλώνω κάθε φορά που ξυπνάω από μια ψευδαίσθηση. Και καταλαβαίνω (μάλλον βιώνω!) κάθε φορά πως η ψευδαίσθηση δεν είναι μια ομίχλη που ξαφνικά τυλίγει την πραγματικότητα. Όχι, δεν κουνάει το ραβδί του ο Θεός για να επιφέρει σύγχυση στη ζωή μου. Όχι! Η ζωή μου είναι συγχυσμένη και συγκεχυμένη ήδη. Από τη στιγμή που καταλαβαίνω πως είμαι αλλά για να είμαι χρειάζομαι μάρτυρες, ανθρώπους να με αγαπάνε και να με μισούν, να με αντιπαθούν και να με εκθειάζουν για να αποκτώ μια αίσθηση του εαυτού μου. Εγώ επιβάλλω την ψευδαίσθηση. Την προβάλω προς τα έξω! Κουράζομαι και δεν αντέχω το βάρος τόσων ανθρώπων, τόσων απαιτήσεων και η μάχη, πόσο ψυχοφθόρος είναι η μάχη...
Και τότε κάνεις όνειρα... Όχι με την έννοια των μελλοντικών σχεδίων! Όχι! Όνειρα! Σενάρια! Προβάλεις ταινίες στο μυαλό σου, ιδανικές καταστάσεις, θα έρθει κάποιος να σε σώσει σε αυτό τον πύργο που έχεις κλειδωθεί! "Είμαι εδώ!" φωνάζεις! "Βοήθεια!"... Φωνή βοώντος εν τη ερήμω είναι οι κραυγές. Στην πραγματικότητα ξέρεις πως ο πύργος, μέσα στην σκοτεινή του απομόνωση σου δίνει ασφάλεια. Ξέρεις πως τόσα χρόνια που έχεις μείνει κλεισμένος εκεί η ζωή εκεί έξω έχει γίνει πιο χαώδης. Έχεις περισσότερα να μάθεις, περισσότερο να παλέψεις και αν πριν κλειστείς στο μπουντρούμι το να αγαπήσεις εσένα όπως είσαι ήταν δύσκολο, τώρα μοιάζει ακατόρθωτο...
Και πάλι ο έρωτας μπαίνει στο παιχνίδι. Γιατί όταν κάποιος με ερωτευτεί μπορώ να γίνω το κέντρο του κόσμου του! Μα θλίβομαι και φοβάμαι. Το κέντρο του κόσμου του Έγω; Εγώ που δεν αξίζω τίποτα; Εγώ να τοποθετηθώ εκεί; Εγώ το κέντρο του γαλαξία ενός άλλου; Όχι! Προτιμώ τη θυσία! Θυσιάζω τον έρωτα, τον εαυτό μου, το σύμπαν που ο άλλος με τόσο ενθουσιασμό θέλει να δημιουργήσει.
Και το θλιμμένο παιδί μέσα μου θα σκύψει πάλι το κεφάλι... Αγάπα με... Ερωτεύσου με... Amara me... Ουρλιαχτά απελπισίας από το υπόγειο που έκλεισα το παιδί που μέσα μου αγαπά και ερωτεύεται και ανταλλάσσει και είναι εγωιστικό και θέλει... θέλει... θέλει.....
Η Πανσέληνος στους Ιχθύες επιτέλους βγάζει νόημα καθώς δύει στον ορίζοντα το ολόγιομο φεγγάρι... Να θυσιάσω ξανά το παιδί μέσα μου; Να θυσιάσω ξανά την πιθανότητα της ευτυχίας; Να συνεχίσω να θυμάμαι τον πόνο των περασμένων και να αφεθώ σε μια ύπαρξη χωρίς έρωτα, αφού ο έρωτας ο τέλειος δεν μπορεί να υπάρξει στο θνητό κόσμο; Ή λέω τέλος; Ή θυσιάζω τις αναμνήσεις μου και την ελπίδα μου, αποδέχομαι το τραύμα μου και ανοίγω την πόρτα του κάστρου, και την καταπακτή του υπογείου... Όλα είναι επιλογή μου λέει η Πανσέληνος και το πνεύμα μου θα λαχταρά πάντα το τέλειο μου λέει ο Ιχθύς...
Και όταν πια θα έχω σκοτώσει και την ανάμνηση των χαδιών που πέρασαν, αφού περπατήσω και πεθάνω και χαθώ, ένας νέος Εγώ μπορεί να υπάρξει... μέχρι τότε όμως.... Έρωτας και Αναρχία...
http://www.youtube.com/watch?v=ppRRZNkQswQ
http://www.youtube.com/watch?v=tkV1W_4-bjc
Maremma' le scure maie
Tu si morte io che fazze
Comme strazze trezze n'fazze
Come cede n'chel eta
E maremma maremma maremma
E scure ma scur ma scur ma
E mo' m' accido mo' m' accido mo' m' accido
Un gol altar.
Son 'na pachira spergiuta
Lu muntum m' ha lassate
Lu guaggiu non simpre abbaie
Per la fare vo sarraie
E maremma maremma maremma
E scure ma scur ma scur ma
E mo' m' accido mo' m' accido mo' m' accido
Un gol altar.
Io tine' na caseniella
Or sun sola e abbandunata
Sinza casa a sinza letto
Sinza pane e compenaie
E maremma maremma maremma
E scure ma scur ma scur ma
E mo' m' accido mo' m' accido mo' m' accido
Un gol altar.
Βαλτοτόπια και μαύρη θάλασσα
εσύ είσαι πεθαμένος κι εγώ τι θ' απογίνω
σαν κουρέλια οι πλεξίδες μου
πέφτουν στο πρόσωπό μου
τα βαλτοτόπια τα βαλτοτόπια
κι η μαύρη, μαύρη θάλασσα
κι εγώ να σκοτωθώ, να σκοτωθώ, να σκοτωθώ
να χαθώ.
Είμαι μια ψυχή χαμένη
ο άνθρωπός μας μ' άφησε για πάντα
το σκυλί πια δεν γαβγίζει
τα παραθύρια κλείσανε
τα βαλτοτόπια τα βαλτοτόπια
κι μαύρη, μαύρη θάλασσα
κι εγώ να σκοτωθώ, να σκοτωθώ, να σκοτωθώ
να χαθώ.
Είχα κάποτε ένα καλυβάκι
τώρα είμαι μόνη κι έρημη
δίχως σπίτι και κρεβάτι
δίχως ψωμί και συντροφιά
τα βαλτοτόπια τα βαλτοτόπια
κι μαύρη, μαύρη θάλασσα
κι εγώ να σκοτωθώ, να σκοτωθώ, να σκοτωθώ
να χαθώ
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ