Χρόνια πολλά σε όλα τα αστρόπαιδα και εύχομαι η καινούρια χρονιά να είναι ελεύθερη από φόβους και φοβίες γεμάτη τόλμη και υπέροχα νέα από όλους εδώ μέσα...
Ήταν πολλά χρόνια πριν. Τώρα που το σκεφτόταν πρέπει να ήταν πριν ακόμη πάει Δημοτικό. Όμως αυτή η γλυκιά λήθη που σκέπαζε σχεδόν όλες της τις αναμνήσεις δεν την άφηνε να θυμηθεί αν ήταν 5, 6 ή 4 χρονών και τώρα πλέον δεν είχε κανέναν να ρωτήσει. Είχε όμως την απτή απόδειξη ότι όντως το παρελθόν είχε συμβεί και την είχε φέρει στο μέλλον.
Και ήταν τότε που είχε συμβεί ΑΥΤΟ το γεγονός που αναγκάστηκαν να την αφήσουν στη γιαγιά της μόνη στο χωριό. Πολλά χρόνια πριν …….. μʼ έναν άνθρωπο που είχε μεγαλώσει σε άλλες εποχές, σε εποχές που ο κόσμος πίστευε σε πράγματα όπως οι καλικάντζαροι και οι νεράιδες .
Την αγαπούσε τη γιαγιά της. Της φαινόταν σαν άγγελος όταν το φως έπεφτε πάνω στα άσπρα μαλλιά της και αυτά φωτίζονταν και στα δικά της μάτια πολλαπλασίαζαν το φως και έβγαζαν τη δική τους λάμψη σαν φωτοστέφανο. Και η καθησυχαστική της φωνή…. Τίποτα δεν μπορούσε να πάει άσχημα όταν της μιλούσε η γιαγιά της. Ακόμα και όταν της μιλούσε για καλικάντζαρους.
Σε 5 ημέρες ήταν Χριστούγεννα και είχαν μείνει μόνο οι δύο τους. Της είχε υποσχεθεί ότι θα φτιάξει χριστόψωμα για το βράδυ για να μοιράσουν σε αυτούς που αγαπούσαν. Είχε αρχίσει να βραδιάζει και έκανε κρύο, για αυτό είχε κουλουριαστεί δίπλα της στη σόμπα.
«Γιαγιά δεν μου αρέσουν τα Χριστούγεννα. Θέλω να φύγουν. Είναι κακιά γιορτή. Κακιά, κακιά κακιά!!»
Σσσσςςς , ηρέμησε…
«Θέλω να κλείσω τα μάτια μου και να πάμε κατευθείαν στον άλλο χρόνο. Να φύγουν! Δεν μου αρέσουν καθόλου»
«Άκουσε με να σου πω μια ιστορία και θέλω να μου υποσχεθείς κάτι. Βλέπεις τώρα που σκοτεινιάζει και πέφτει ο ήλιος? Θέλω να μου υποσχεθείς ότι μέχρι να έρθουν οι γονείς σου δεν θα βγαίνεις έξω τέτοια ώρα! Καμιά μέρα. Θα έρχεσαι κατευθείαν σπίτι. Εντάξει? Υπόσχεση! Άκου τώρα.»
Αυτές τις ημέρες ελευθερώνονται οι καλικάντζαροι. Οι καλικάντζαροι αγάπη μου είναι δαιμόνια. Πριν φύγει ο χρόνος τους ελευθερώνουν στον πάνω κόσμο. Είναι μαύροι με πόδια τράγου, γένια και κέρατα. Είναι τα δαιμόνια που βασανίζουν τον κάθε άνθρωπο όλο το χρόνο. Οι φόβοι του, οι ανησυχίες του και όλο το χρόνο βρίσκονται κρυμμένα, υπόγεια και όσο τα καταπιέζεις πριονίζουν το δέντρο της ζωή σου. Όλο το χρόνο όσο φοβάσαι τόσο τους τροφοδοτείς και λίγο πριν τα καταφέρουν, πριν φύγει ο χρόνος, τους αφήνουν ελεύθερους να τριγυρίσουν στον πάνω κόσμο και να γιατρευτεί το δέντρο της ζωής σε αυτές τις λίγες ημέρες. Όσο είναι όμως στον πάνω κόσμο δεν σταματούν. Φοβίζουν τον κόσμο, τους τρομοκρατούν και προσπαθούν να μαγαρίσουν τις γιορτές.
Είχαν έρθει και στη μαμά μου όταν ήμασταν μικρές, εγώ και οι αδερφές μου. Τότε κρατούσαμε στη φωτιά ένα κούτσουρο από συγκεκριμένο δέντρο που το καίγαμε λίγο – λίγο όσο κρατούσε η παραμονή τους, ιδίως τα βράδια για να τους κρατάει μακριά. Εκείνο το βράδυ ήμασταν μόνο οι 4 αδερφές μου και η μάνα μου. Η μικρότερη ήταν στο ξυλίκι στο πάτωμα.
« Γιαγιά τι είναι το ξυλίκι?»
Είναι κάτι σαν κούνια μόνο πιο κοντό που το κουνούσες για να κοιμίζεις τα μωρά. Οι υπόλοιπες αδερφές ήμασταν στο κρεβάτι με την προγιαγιά σου. Το ξυλίκι ήταν κάτω δίπλα μας ακίνητο. Όμως πιο πέρα πιο μακριά ακουγόταν ο ήχος από ένα άλλο ξυλίκι και τα γέλια τους που το κουνούσαν πέρα δώθε. Ήμουν μικρή, αλλά η εικόνα της μαμάς μου, πως έφυγε το αίμα από το πρόσωπό της σʼ ένα δευτερόλεπτο και έγινε πιο άσπρη και από τον τοίχο είναι ακόμη στο μυαλό μου. Μας άρπαξε κοντά της και μας έσφιξε.
«Σσσσσςςς….»
Να μην μιλήσει καμιά μας και το άλλο χέρι στην Αθανασία στο πάτωμα.
«Τη θεία Αθανασία?»
Ναι αγάπη μου. Μέχρι το πρωί κοιμηθήκαμε σφιχταγκαλιασμένες σαν ένα σώμα. Αυτός ήταν ο φόβος της μαμάς μου. Μη μας χάσει. Για αυτό μου υπόσχεσαι να μην βγεις έξω το σούρουπο αυτές τις ημέρες?
«- Υπόσχομαι. Όμως γιαγιά εγώ δεν τους φοβάμαι. Τους καλικάντζαρους.»
Ωραία! Πάμε να φάμε τώρα Χριστόψωμα μύρισαν μέχρι εδώ μέσα!
Οι υποσχέσεις όμως που δίνουν τα παιδιά είναι σαν τις σαπουνόφουσκες. Μεγαλώνουν σιγά – σιγά, φουσκώνουν στον μέγιστο όγκο όταν τις ξεστομίζουν και για την επόμενη μία ώρα και μετά σκάνε, τις παρασέρνει ο αέρας μπροστά στην υπόσχεση του παιχνιδιού.
Εκείνη την ημέρα είχε χιονίσει και η υπόσχεση έγινε χιονόμπαλα που κυνηγούσε τους παιδικούς της φίλους. Με κόκκινα μάγουλα, βρεγμένα ρούχα και μαλλιά αποχαιρέτησε τον ήλιο και το σούρουπο. Μόνο όταν έμεινε μόνη στο εγκατελειμένο σχολείο με τα βουνά και τα δέντρα να την τριγυρίζουν κατάλαβε ότι έπρεπε να γυρίσει πίσω. Πήρε τη στροφή και είδε φλόγες πίσω από την εγκαταλελειμμένη αποθήκη ή έτσι νόμισε. Άκουσε γέλια και σκιές να μεγαλώνουν με το τριζοβόλημα της φωτιάς. Και η περιέργεια σαν μαγνητικό λουράκι την τράβηξε προς τα εκεί.
Και τους είδε να χορεύουν. Έναν απίστευτο, ελεύθερο, τρελό διονυσιακό χορό. Σε έκσταση, τα χέρια απλωμένα, τα βήματα και τα χρώματά τους να μπλέκονται με τις φλόγες και να μην καίγονται. Την είχαν μαγέψει. Πλάσματα της γης του χώματος και της χαράς, των γηίνων απολαύσεων. Δεν την τρόμαξαν. Τους θαύμαζε έτσι όπως γελούσαν, μʼ ʽένα γέλιο σαν βρυχηθμό, σαν τίποτα να μην τους ένοιαζε…
Ξαφνικά ο χορός σταμάτησε και 12 ζευγάρια κόκκινα μάτια καρφώθηκαν πάνω της. Οι φλόγες τους έγλειφαν το μαύρο πρόσωπο και τότε ο ένας ξεκόλλησε και ήρθε προς το μέρος της κοιτώντας την κατάματα, κρατώντας την μαγεμένη. Πλησίασε τόσο πολύ που η μυρωδιά της τραγίλας της έκοψε την ανάσα. Για πόση ώρα κράτησε αυτό δεν θυμόταν όταν τη σιωπή διέκοψε ο βρυχηθμός του «όχι φόβος εδώ». Άνοιξε το χέρι του και το άπλωσε. Μέσα ήταν ένα μικρό κοκκινωπό κομμάτι γυαλί. «Πάρτο. Κοίτα μέσα κάθε Χριστούγεννα». Άπλωσε το χέρι της. Μέχρι να πέσει το γυαλί δεν είχε μείνει τίποτα. Μόνο τα αποκαΐδια, η μυρωδιά της τραγίλας και της φωτιάς.
Άρχισε να τρέχει, να τρέχει να τρέχει. Δεν κοιτούσε γύρω της. Μόνο να φτάσει σπίτι της στην αγκαλιά της. «Γιαγιά μου, γιαγιάκα μου, γιαγιάκα μου..»
Γλύτωσε το κατσάδιασμα όμως την ιστορία δεν την μοιράστηκε ποτέ με κανέναν. Μόνο κάθε Χριστούγεννα κοιτούσε μέσα στο κόκκινο γυαλάκι και οι γιορτές που τις σιχαινόταν τις έβλεπε από ένα άλλο πρίσμα. Σαν ένα φόβο που έπρεπε να νικήσει για την επόμενη χρονιά. Μια πρόκληση. Αυτό της έδινε ενέργεια, ορμή και ξεχνούσε ότι τα Χριστούγεννα ποτέ δεν της άρεσαν…
Κολλούσε το κόκκινο γυαλάκι στα πράσινα μάτια της και έβλεπε άλλες φορές το 10 που φοβόταν ότι δεν θα έπαιρνε, τους φίλους της να μην την κάνουν παρέα, την κηδεία της γιαγιάς της, τον εαυτό της να κλαίει και να βουτάει στην αυτολύπηση, το φόβο για τις Πανελλήνιες, πόρτες εργοδοτών να κλείνουν μπροστά της, τα χρήματα να φεύγουν μέσα από τα χέρια της, αεροπλάνα να φεύγουν και αυτή να είναι δεμένη μʼ ένα λουρί στο έδαφος, να μπαίνει σε τούνελ σκοτεινό πλήρους απουσίας φωτός, να προσπαθεί και να μην είναι ποτέ αρκετά καλή, αγάπες να χάνονται, γονείς να χάνονται, φόβους, φοβίες που έπρεπε να τα βιώσει και να τα ξορκίσει ένα ένα.
Τα πάλευε, το πολεμούσε. Ο φόβος όμως ήταν ύπουλος κρυβόταν σε σκοτεινά μέρη μέσα της και λίγες φορές ξεπεταγόταν τρομακτικός απαίσιος παντοδύναμος παραλυτικός μπροστά της να τον αντιμετωπίσει. Άλλες φορές νικούσε και σε άλλες περιπτώσεις όπως ο θάνατος απλά αποδεχόταν και γινόταν πιο δυνατή. Πέρασαν χρόνια και το δέντρο της δικής της ζωής γινόταν όλο και πιο δυνατό.
Φέτος όμως κοίταξε και είδε κάτι εντελώς διαφορετικό. Είδε τον εαυτό της παιδί, καθιστή στο κέντρο ενός κύκλου χαραγμένου με στάχτη. Καθόταν και γελούσε. Ήταν χαρούμενη. Μόνη της στο κέντρο κοιτούσε στον ουρανό και γελούσε. Το γέλιο της θύμισε έναν αλλοτινό βρυχηθμό, γνήσιο, αυθόρμητο, ζωντανό και το πρόσωπο που γέμισε το πρίσμα της το είχε δει πριν από πολλά χρόνια, μια φορά μόνο στο χωριό σε μια φωτιά…
Κοκκίνησε το πρίσμα ακόμα περισσότερο, κέρατα, γένια, φλόγες και ένα βρυχηθμός «είσαι ελεύθερη!»
Στην παλάμη έμειναν μόνο κόκκινα θρύψαλα που τα άφησε να γλιστρήσουν ανάμεσα στα δάχτυλά της.
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ