παρακαλώ περιμένετε...
ΦΥΛΕΣ ΤΩΝ ΖΩΔΙΩΝ
Υποκείμενο
Σήμερα το μεσημέρι ανέβηκα στο Λεωφορείο 550, επί της Κηφισίας, από το ρεύμα προς Κηφισιά. «Ένα λεωφορείο που κινείται προς Βορρά» σκέφτηκα, και έπειτα, μόλις κοίταξα τριγύρω μου, συμπλήρωσα: «… και μεταφέρει ανθρώπους που έχουν γίνει βορά…».
Το βλέμμα μου προσγειώθηκε πάνω σε πρόσωπα βαθιά αντιφατικά μεταξύ τους και όμως τόσο όμοια, σαν διαφορετικές κονσέρβες σε ράφι σούπερ μάρκετ – άλλο περιεχόμενο αλλά ίδια μονολεκτική περιγραφή. «Έχουμε χάσει την ισορροπία μας», βιάστηκα να παραδεχτώ. Όμως υπάρχει μια εσωτερική φωνή που πλέον, σε αυτές τις παρορμητικές μου συνειδητοποιήσεις, λειτουργεί ως αντίλογος: «Όχι, δεν έχουμε χάσει την ισορροπία. Αυτό που βλέπεις έξω, είναι αυτό που συμβαίνει μέσα σου!». Εκεί άρχισα να παρατηρώ.
Δεύτερη σειρά θέσεων, μεριά προς τα τζάμι. Η κοπέλα με το καστανά μάτια και το μπεζ μπλουζάκι με ράντες, τόσο εμφανώς πολυφορεμένο, που είχε πάρει πια το σχήμα του σώματος της, σαν μεμβράνη που δεν μπορεί να ξεφορτωθεί, κοιτούσε τον κενό γκρίζο ουρανό. Ότι είναι γκρίζο είναι κενό, με κάνει να συλλογίζομαι: δεν υπάρχει πιο ανιαρή ισορροπία ανάμεσα στο λευκό και το μαύρο! Τα μάτια μου έμειναν για λίγες στιγμές πάνω της. Αδυνατούσα να κατανοήσω αν το βλέμμα της αντικατόπτριζε τον κενό ουρανό ή εκείνη μετέδιδε κάτι από το κενό της στα ουράνια – η εκκωφαντικότερη των προσευχών.
Και δίπλα της μια άλλη γυναίκα. Μελετούσε ένα ντοσιέ, ντυμένη με το corporate ταγιέρ του πολυεθνικού παροξυσμού. Τα μαλλιά της αφύσικα βαμμένα ξανθά για ένα πρόσωπο τόσο μεσογειακό όσο και το καστανοπράσινο ενός πεύκου. Δείχνει σοβαρή. Κρατάει εκείνη την πόζα που παίρνουν οι ιντελεκτουέλ γυναίκες στις ευρωπαϊκές ταινίες: λυτά μαλλιά περασμένα στον ένα ώμο για να αφήνει ένα προφίλ καθαρό και το άλλο σκιώδες και αινιγματικό, δαγκώνει το στυλό ελαφρά, τα μάτια της τρέχουν στα δεδομένα, ξεφυλλίζει τα χαρτιά της σαν να κρέμεται η παγκόσμια ειρήνη από τα στατιστικά της. Και μετά σηκώνει το βλέμμα. Όχι για να παρατηρήσει που βρίσκεται, ή για να ατενίσει έξω από το παράθυρο. Κοιτάζει για να δει πόσοι μηχανικά θα τραβήξουν το βλέμμα: αναζητά τους θαυμαστές της. Ένα βλέμμα γκριζότερο και από γκρίζο της ημέρας. Όχι, κενό. Χειρότερα. Νεκρό. Αδιάφορο.
Συνεχίζω να παρατηρώ πρόσωπα, με όση διακριτικότητα μου επιτρέπει ο χώρος. Λίγο πιο κάτω συναντώ ένα μαθητή, δεκαπέντε, άντε δεκαεπτά το πολύ, ετών. Κουβαλάει τη σάκα του και έχει ακουμπισμένο το κεφάλι του πάνω κίτρινη χειρολαβή. Σαν να μεταφέρει μέσα σε αυτό το κεφάλι το βάρος μιας ζωής που ακόμη δεν έχει ζήσει, αλλά την βλέπει να πλησιάζει, σαν το τέρμα της λεωφορειακής γραμμής αυτής. Όχι προς Βορρά, αλλά προς βορά. Μελαγχολία. Αναγνωρίζω τον εαυτό μου στην ίδια ηλικία, δέκα χρόνια πίσω περίπου. Τίποτα δεν άλλαξε. «Μικρέ μου θα μάθεις.» του λέω από μέσα μου. Περισσότερο ελπίζω παρά το πιστεύω.
Στο δαχτυλίδι της Κηφισίας ανεβαίνει ένα ακόμη γλυκό πρόσωπο. Πρέπει να είναι στην ηλικία μου, κρατάει μια πολύ βαριά τσάντα και οι μαύροι κύκλοι της συναγωνίζονται τους δικούς μου – μερικά βράδια ο ύπνος είναι ανέτοιμος να μας δεχτεί, δεν δέχεται πάντα τους προβληματισμένους επισκέπτες. Κάθεται στη γαλαρία. Κοιτάζει λίγο αριστερά και δεξιά με μια απελπισμένη λαχτάρα και μετά, αναμενόμενα, σκοτεινιάζει. Μπορεί και να ήταν ιδέα μου η αρχική λάμψη. Κι αν δεν ήταν όμως;  Τι να ήθελε να συναντήσει το βλέμμα της; Τι προσδοκά κανείς όταν κάθεται σε ένα λεωφορείο που πηγαίνει προς Βορρά; Κάτι να δροσίσει; Να φυσήξει η ζωή με πνοή καθαρή αντί να εκπνέει καπνό σαν γριά ντίβα που ξέχασε να ωριμάσει; Και αυτή θα κοιτάξει τον βαρύ ουρανό μερικά δευτερόλεπτα μετά. Το βλέμμα αδειάζει, η οθόνη χάνει το σήμα, η επαφή χάνεται, χιόνι στο δέκτη… χιόνι γκρίζο, απουσία ήχου. Πότε υποσκελιστήκαμε σε παρόντες από συμμετέχοντες; Πότε γίναμε χιόνι από εικόνες; Είναι κάτι μόνιμο;
Πρέπει να σταματήσω τις παρομοιώσεις! Μου ξεφωνίζω με αυτές τις εσωτερικές κραυγές που ξεσπούν σαν δαίμονες. Και όμως δεν μπορώ. Μου είναι αδύνατο να είμαι ρεαλιστής και να περιγράφω με μαθητική ψυχρότητα τη εξέλιξη των πραγμάτων. Όχι άλλα χιόνια και παρεμβολές! Εικόνες! Ήχοι! Χρώματα! Έχω ανάγκη από εικόνες!
Σκέφτομαι ξανά την οικονομική κρίση. Μηχανικά. Δεν μπορώ να το αποφύγω βλέποντας αυτά τα κενά πρόσωπα. Εγώ πληρώθηκα κι αυτό το μήνα. Κάποιοι άλλοι όχι. Και τον επόμενο μήνα όσοι πληρωνόμαστε μπορεί να είμαστε ακόμη λιγότεροι. Παρόλʼ αυτά σύντομα θα μείνω στο δικό μου σπίτι. Κουράστηκα να φοβάμαι πως όλα θα διαλυθούν από τη μια μέρα στην άλλη. Κουράστηκα να χάφτω τις δικαιολογίες του μυαλού μου γιατί δεν πρέπει να κάνω πράγματα – πάντα θα βρίσκεις μια δικαιολογία για να μην κάνεις αυτό που έχεις ανάγκη. Η δράση καταργεί τις δικαιολογίες, η βούληση συντρίβει τα εμπόδια. Και ο φόβος; Μα ο φόβος δεν θα φύγει ποτέ. Πάντα θα φοβάμαι γιατί μεγάλωσα σε ένα κόσμο που αναγνώριζε στον φόβο μια πληγή που τον πονούσε. Και τι έκανε; Την μούδιαζε με την κατανάλωση, την τάιζε με υποκατάστατα ασφάλειας όπως: το ακίνδυνο σεξ, η διασκέδαση, τα ποτάκια, η αναβάθμιση του PC, ένα στεγαστικό δάνειο, μια πιστωτική ακόμη.
Υποκατάστατα. Αυτά είναι που χάνουμε μέσα από αυτή την κρίση. Μάλλον δεν τα χάνουμε απλώς. Συντρίβονται, διαλύονται, καταρρέουν σαν ντόμινο το ένα πίσω από το άλλο. Δεν λέω πως είναι σωστό. Δεν δικαιολογώ την κατάσταση και την αδικία που ξεχειλίζει πίσω από κάθε πόρο της οποιασδήποτε πολιτικής απόφασης. Όμως συνειδητοποιώ άξαφνα, μεσημέρι Τρίτης μέσα σʼ αυτό το λεωφορείο πως ο άνθρωπος προσκολλήθηκε στο αντικείμενο και ξέχασε το υποκείμενο. Αντί – κείμενο είναι αυτό που βρίσκεται έξω από εμάς: δηλαδή κάθετι υλικό ή κάθε γεγονός, εμπειρία, βίωμα που προκύπτει στον έξω κόσμο. Προσκολληθήκαμε λοιπόν στο αντί – κείμενο. Το κάναμε εμμονή, πόθο, παράνοια, αναπόδραστη λαχτάρα. Και το υπό – κείμενο; Αυτό που βρίσκεται μέσα μας; Αυτός ο μηχανισμός που σκέφτεται όταν σκεφτόμαστε, μιλά όταν μιλάμε, νιώθει όταν νιώθουμε; Τι γίνεται με αυτό;
Φυσικά και είναι σημαντικό να έχεις μερικά χρήματα στην τσέπη, το δέχομαι. Όμως παρέα; Συναισθηματική επαφή; Έρωτας; Στήριξη; Συμπόνια; Μια αγκαλιά; Ένα χάδι; Χρειάζεσαι χρήματα για να τα μάθεις αυτά; Προσπάθεια να γνωρίσεις έναν άλλο άνθρωπο αντί να τον βλέπεις προέκταση του εαυτού σου (δηλαδή υποκείμενο ξανά); Χρειάζεσαι οικονομική εξασφάλιση για αυτό; Ειλικρίνεια, διάθεση για δημιουργία και εργασία, μόχθο, πρωτοτυπία; Και αυτά υπολογίζονται σε ευρώ; Αν τα είχαμε όλα αυτά ίσως να μην είχαμε μπει εξ αρχής στην διαδικασία αναζήτησης υποκατάστατων. Αισθανόμαστε καταδικασμένοι ενώ αν έπρεπε κάπως να χαρακτηριστούμε είναι κατά – διχασμένοι. Διχασμένοι ανάμεσα στον άγνωστο μέσα μας και τον ετοιμοθάνατο κόσμο έξω από εμάς.
Και εγώ διχασμένος νιώθω. Δεν βγάζω την ουρά μου απʼ έξω. Κι εγώ κοιτάζω συχνά έναν γκρίζο ουρανό με βλέμμα κενό και σκέψεις κουβάρι. Και εγώ σκέφτομαι πως πρέπει να σταματήσω να φοβάμαι (κι ας ξέρω πως δεν θα σταματήσω ποτέ ίσως). Και εγώ σε άλλες εποχές θα έπαιρνα περισσότερα χρήματα, θα έψαχνα για ένα μεγαλύτερο σπίτι από αυτό που κοιτάζω τώρα, θα είχα ίσως πάρει και ένα αυτοκίνητο (ή να είχα αλλάξει δύο, τρία όπως τόσοι και τόσοι φίλοι μου έχουν κάνει σε αυτή την ηλικία) και ένα κομμάτι μου τσαντίζεται που δεν μπορεί να τα έχει αυτά… Και τότε επαναστατώ απέναντι στα παράπονα μου! Πόσο ανάγκη έχω ακόμη 40 τ.μ. χώρου; Πόσο ανάγκη έχω ένα αυτοκίνητο να πηγαινοέρχομαι; Η απάντηση μου ξαφνικά είναι: «Όχι και τόσο!». Μαθαίνω το μέτρο μου και αυτό με γαληνεύει. Εκπληρώνω τα όνειρα μου βήμα βήμα και δεν τα εκβιάζω ούτε τα εξαγοράζω με πιστώσεις και δόσεις, κι έτσι τα όνειρα αποκτούν μεγαλύτερη αξία για εμένα. Το «για εμένα» κάνει ξαφνικά όλη τη διαφορά σε αυτό τον κόσμο…
Κατεβαίνω από το λεωφορείο που θα συνεχίσει να πηγαίνει προς το Βορρά με μια παράξενη αίσθηση χαρούμενης ήττας. Πρόσωπα σκυμμένα, βλέμματα κενά, ανάσες με υποστήριξη μέσα σε λίγα τετραγωνικά που τσουλούν πάνω σε 4 ρόδες. Αυτή είναι η ήττα που ένιωσα στο πετσί μου μόλις. Έχουμε χάσει (έχω χάσει!) την προοπτική μιας ζωής πιο εύκολης. Όμως την ίδια στιγμή και χαρά. Κατανοώ σε όλη του την έκταση το: «Αν δεν χάσεις, δεν θα μάθεις». Και όσο δυσκολεύομαι και μάχομαι λυσσαλέα τόσο με μαθαίνω. Αισθάνομαι όλο και λιγότερο ένα ακόμη αντικείμενο προς βορά. Αισθάνομαι ξανά πως η ζωή με τοποθετεί στη σωστή θέση της πρότασης. Γίνομαι υποκείμενο. Κάποιος με υπόσταση, βάρος και σύσταση. Λέω στον εαυτό μου πως έτσι μπορώ να ζήσω μαζί του…
Σχόλια:    Αξιολόγηση:
παρακαλώ περιμένετε...

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αξιολόγηση: χωρίς αξιολόγηση

έχουν γενέθλια 215 μέλη.

ΦΥΛΕΣ - ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙΣ

  • loading...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΧΟΛΙΑ

  • loading...
  • loading...