παρακαλώ περιμένετε...
ΦΥΛΕΣ ΤΩΝ ΖΩΔΙΩΝ
Σπόρος της αγάπης

 Αγαπημένη,

αυτά τα γράμματα άραγε φτάνουν ποτέ ως εσένα; Δε ξέρω. Ίσως δεν έχει και σημασία αν… Σήμερα σκεφτόμουν πολύ όσα ποτέ δε λες για την αγάπη. Ας είναι αυτό το θέμα λοιπόν…

Γεννιέσαι με ένα σπόρο αγάπης. Είναι μικρός. Τόσος δα. Τον κρατάς στη παλάμη σου και μόλις που μπορείς να τον διακρίνεις. Είναι πιο λεπτός από μια τρίχα των μαλλιών σου. Είναι τόσο ελαφρύς που αν φυσούσε ένα ρεύμα αέρα, θα παρασυρόταν και θα αιωρούταν στην ατμόσφαιρα για πάντα χωρίς να ακουμπήσει ποτέ στο έδαφος. Κι όμως… Όσο ελαφρύς και λεπτός είναι, τόσο σκληρό είναι το κάλυμμα του. Ένα σκληρό σα πέτρινος τοίχος περίβλημα τον καλύπτει, πιο άκαμπτο από τσιμέντο, πιο ανθεκτικό από ατσάλι. Τον κρατά σφραγισμένο από όλους και από εσένα τον ίδιο.

Στην αρχή το βρίσκεις περίεργο αλλά το διασκεδάζεις. Ξεκινάς και τον περιεργάζεσαι όπως ένα παιδί  μελετά το καινούργιο του παιχνίδι. Είσαι χαρούμενος που τον έχεις και λες στον εαυτό σου «Είναι σπόρος, σωστά; Μια μέρα θα τον φυτέψω κάπου και από αυτόν θα ξεπηδήσει ένα μεγάλο δέντρο! Ή όχι! Όχι! Ίσως είναι ο σπόρος ενός εξωτικού λουλουδιού! Με κίτρινα και πορτοκαλί πέταλα, σα τα φτερά αυτών των ωδικών πουλιών της ζούγκλας που έχουν πάνω τους όλες τις αντανακλάσεις που κάνει το ηλιοβασίλεμα στον ωκεανό. Ναι! Πρέπει να ανακαλύψω τι θα γίνει ο σπόρος μου! Είναι ο προορισμός μου!»

Βγαίνεις έξω στο κόσμο κρατώντας σφιχτά στα χέρια σου το σπόρο της αγάπης σου. Να του βρεις ένα κήπο, ένα μέρος να τον αποθέσεις και να ριζώσει. Που και που του ψιθυρίζεις με τρυφερότητα «Εγώ κι εσύ θα είμαστε μαζί για πάντα. Θα σε προσέχω. Θα σε ποτίζω και θα σε φροντίζω. Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς γιατί είσαι δικός μου. Εκείνος όμως δεν απαντά. Μένει κλειστός, σκληρός και σιωπηλός.

Έβαλες πρώτα το σπόρο της αγάπης σου κάτω από τα σκεπάσματα της παιδικής σου κούνιας. Εκεί έμεινε ζεστός και προστατευμένος μα ούτε που κουνήθηκε ποτέ. Ούτε μια ένδειξη ζωής. Μετά τον έβαλες κάτω από το μαξιλάρι του πρώτου σου κρεβατιού γιατί άρχισες να βλέπεις όνειρα και να τα θυμάσαι. Και σκέφτηκες ότι μπορεί να σου μιλήσει στον ύπνο σου, να σου αποκαλύψει τα μυστικά του και τις ανάγκες του. Κοιμόσουν μαζί του και άρχισαν οι νύχτες που τα όνειρα σου σκοτείνιαζαν. Έτρεχες μόνος σου σε λαβυρίνθους και διαδρόμους πνιγηρούς. Τα όνειρα σου πιο σκοτεινά και από το παγωμένο διάστημα, ένας τόπος άγονος και άγριος. Ξυπνούσες μέσα στον ιδρώτα και κανένα μητρικό χάδι, κανένα «Δεν πειράζει!» δεν μπορούσε να σε βοηθήσει. Μόνο ψαχούλευες κάτω από το μαξιλάρι σου το σπόρο σου, τον ακουμπούσες για να πάρεις δύναμη. Κι εκείνος πάντα πιο σκληρός. Πάντα σιωπηλός. Φόβος.

Ήρθε και ο φόβος και σε γράπωσε με τον εναγκαλισμό της αγωνίας του. Γιατί ο φόβος ήταν το παγωμένο άγγιγμα του σπόρου της αγάπης σου. Ο φόβος είναι η σκέψη που γεννήθηκε πρώτη φορά μια νύχτα σαν κι αυτή και σ’ ακολουθεί σε όλες τις νύχτες της ζωής σου. «Κι αν τελικά δεν ανοίξει ποτέ;». Η ανάσα σου κόβεται. Τα άκρα σου μουδιάζουν κατά κύματα. Ανοίγεις το φως και αρχίζεις να φωνάζεις: «Πες μου τι μου ζητάς!! Τι χρειάζεσαι;! Μίλα μου!». Ο σπόρος της αγάπης σου δεν απαντά. Σιωπηλός πάντα. Παγωμένος πάντα.

Οι μέρες περνούν και από το μυαλό σου δεν φεύγει αυτή η σκέψη. Σε κάθε βήμα σου τη σέρνεις μαζί, σαν ένα υπερωκεάνιο δεμένο στους ώμους σου. Σε κάθε λέξη σου είναι κρυμμένη ανάμεσα στις συλλαβές. Σε κάθε χαμόγελο κρύβεται στο σκούρο των ματιών σου. Φοβάσαι και τα γόνατα σου τρέμουν από την ένταση του βάρους. Τα δόντια σου τρέμουν από τη παγωνιά που διοχετεύει στο αίμα σου. «Τι θα κάνω; Κάποιος θα μπορεί να με βοηθήσει… Αυτό το βάρος που με πνίγει… Αυτή η μοίρα που με κυνηγά. Δε θέλω άλλο!! Μ’ ακούς!; Δε θέλω! Φύγε! Δε θέλω να υπάρχει πια και να σε κρατάω!». Καμία απάντηση. Η ίδια πάντα σιωπή.

Και έρχεται μια στιγμή που αποφασίζεις να τον αποχωριστείς. Θα τον προσφέρεις σαν ένα παλιό σου φυλαχτό που δε σημαίνει πια τίποτα. Θα τον θυσιάσεις σαν ένα αγαπημένο σου κόσμημα που βαραίνει πάνω σου με το βάρος εκατομμυρίων τόνων αναμνήσεων. Θα τον εκδιώξεις όπως κάποιος παραπετά ένα σκουπιδάκι που ο άνεμος κουβάλησε λαθραία στο σπίτι του. Υπάρχουν άντρες και γυναίκες που θα τον δεχθούν με τη λαιμαργία του ναυαγού που βρίσκει τροφή στο νησί της απελπισίας του. Πληγωμένα παιδιά που μεγάλωσαν σε τέρατα επειδή οι γονείς τους λήστεψαν τους δικούς τους σπόρους της αγάπης. Θα αρπάξουν την αγάπη σου και θα την μισήσουν. Θα την στρεβλώσουν  και θα την βιάσουν. Θα αρπάξουν το δικό σου σπόρο και θα τον πουν δικό τους. Θα θελήσουν να τον ανοίξουν, να νιώσουν πως δεν είναι χαμένοι. Και όλα αυτά θα τα υποδεχτείς. Θα τα ανεχθείς. Θα τα επιτρέψεις. Σιωπηρή ενοχή. Φόνος κατά συρροή ενάντια στο φόβο κατ’ επανάληψη. Και θα φύγεις μια μέρα μακριά από αυτό το τόπο των άηχων κραυγών και των νεκροζώντανων παιδιών. Θα αφήσεις πίσω σου το σπόρο της αγάπης σου και θα είσαι πιο κενός από τα κενά σου όνειρα. Αλλά για λίγο καιρό θα σε παρηγορείς στη σκέψη ότι απαλλάχθηκες από τη καταδίκη του ισόβια κλειστού σπόρου σου. Της νεκρής αγάπης που κουβαλάς. Ώσπου μια μέρα θα ξυπνήσεις και θα βρεις πάλι το σπόρο σου ακουμπισμένο στο μαξιλάρι δίπλα σου. Σιωπηλό και σκληρό όπως πάντα. Τίποτα δεν πέτυχες. Τίποτα.

Όταν έρθει ο θυμός, θα παραδώσεις το σπόρο της αγάπης σου σε βρώμικα κρεβάτια και χέρια που αντί να χαϊδεύουν, γδέρνουν και χαρακώνουν. Θα βρεθείς σε σκοτεινά δωμάτια χωρίς να θυμάσαι πότε έφτασες και σε τουαλέτες υπόγειων μαγαζιών και αλκοολικά σώματα θα παραδίνονται στο δέλεαρ της καταστροφής του σπόρου σου. Θα τον ποτίζεις με ουσίες και νεκρά λόγια πάθους. Θα τον κεράσεις θάνατο και αίμα και θα προσπαθήσεις για πρώτη φορά να τον φυτέψεις στο κεφάλι σου σα σφαίρα. Μα τίποτα δε θα πετύχεις. Θα αγκαλιάζεις τις νύχτες ένα μαξιλάρι που θα είναι η απελπισία σου και τα σύννεφα του παραδείσου. Κι ο σπόρος σιωπηλός. Πιο σκληρός από τα σκληρότερα ψεύτικα φιλιά που μάζεψες νομίζοντας τα για ανοιξιάτικους καρπούς. Πιο νεκρός από το νεκρό δέρμα και τα παγωμένο χαμόγελο που ξεγελά τα φαντάσματα που συγκεντρώνεις γύρω σου – εσύ ο μονόφθαλμος των τυφλών, εσύ στο μεταίχμιο του τίποτα και του καθόλου.

Μια μέρα κάθεσαι σιωπηλός όσο και ο σπόρος σου μπροστά σε ένα τραπέζι. Έχεις περάσει άυπνος πολλά βράδια σε μια ύστατη προσπάθεια να τον ανοίξεις με το ζόρι. Τον έχεις πετάξει σε τοίχους και τον έχεις χτυπήσει με σφυριά και έχεις προσπαθήσει να τον τρυπήσεις και να τον κόψεις. Μα ήταν μόνο ο εαυτός σου που πετιόταν από τοίχο σε τοίχο όπως μαρτυρούν οι μελανιές που καλύπτουν τώρα το σώμα σου. Κι όταν τον χτυπούσες με σφυριά ήταν η καρδιά σου πάνω στο τραπέζι που χτυπούσες και βάναυσα προσπαθούσες να λιώσεις. Όταν πήγαινες να τον τρυπήσεις ήταν το σώμα σου που διαπερνούσες με χιλιάδες βελόνες και καρφιά. Όταν έκοβες ήταν τα δικά σου άκρα που χάραζες και παρέλυες. Τίποτα δεν πέτυχες. Έχασες ξανά.

Κάθεσαι μπροστά στο τραπέζι και ο σπόρος είναι εκεί, στ’ αριστερά σου, ακίνητος, σκληρός και σιωπηλός όπως τη πρώτη μέρα που τον αντίκρισες. Στα δεξιά σου ακίνητο, σκληρό και σιωπηλό ένα περίστροφο. Χαϊδεύεις τη λαβή του. Μυρίζεις το μέταλλο σαν φθινοπωρινή πρωινή υγρασία. Μια οσμή παράδοσης – μάγια προαιώνια, το ξόρκι της παραίτησης. Παίζεις το τελευταίο σου χαρτί. Το μετέωρο ρίσκο. «Αν πεθάνω θα πεθάνεις. Τι λες; Θα μου μιλήσεις τώρα; Θα ανοίξεις;». Σιωπή. Περιμένεις με το όπλο στο κρόταφο. Κοιτάς. Δεν αναπνέεις. Σιωπή. Ένα λεπτό. Δύο λεπτά. Όλες οι σκέψεις, όλα τα σώματα, όλα τα μιαρά σου παράλογα, όλα τα λόγια που ξοδεύτηκαν – περιστρέφονται στη δίνη της κάνης. Λυγίζεις. Πετάς το όπλο μακριά σου.

«Γιατί δε μιλάς που να σε πάρει ο διάβολος! Γαμημένη αγάπη! Δε σε ζήτησα ποτέ! Ποτέ! Δε σου ζήτησα ποτέ τίποτα άλλο! Μια γαμημένη λέξη! Μια ένδειξη! Ένα σημάδι! Τι θες; Πες μου επιτέλους τι σκατά θες για να καταλάβω! Τι;». Τίποτα δεν πέτυχες. Έχασες τα πάντα. Μέχρι και το θάνατο σου εμπορεύτηκες και τον έχασες προσπαθώντας να καταλάβεις αυτό που δεν μπορείς. Αδιέξοδο.

Πιάνεις μια τελευταία φορά το σπόρο της αγάπης σου στη παλάμη σου. «Δεν είσαι δικός. Ποτέ δεν ήσουν. Γιατί δεν έχω τίποτα. Αντίο.». Καταπίνεις το σπόρο της αγάπης σου σαν να ήταν το πιο γλυκό δηλητήριο. Και ο σπόρος ανθίζει. Κι εσύ δεν είσαι πια παρά ένας άλλος. Γιατί αυτός που ήσουν δεν είναι πια.

Ελπίζω να καταλαβαίνεις ότι αν διάλεγες το όπλο από το σπόρο δε θα μπορούσες ποτέ να πεθάνεις. Σε σκέφτομαι πάντα, καλοκαίρια και χειμώνες.

Δικός σου πάντα

 

Υ.Γ: Άραγε θα απαντήσεις ποτέ; Θα επιστρέψεις;

 

16/7/20...

Σχόλια:    Αξιολόγηση:
παρακαλώ περιμένετε...

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αξιολόγηση: χωρίς αξιολόγηση

έχουν γενέθλια 175 μέλη.

ΦΥΛΕΣ - ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙΣ

  • loading...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΧΟΛΙΑ

  • loading...
  • loading...