Στην κοιλάδα του Κούσκο γίνονταν κλοπές, αλλά χωρίς κλέφτες.
Οι κλοπές γίνονταν τη νύχτα, στον κήπο με τις καλύτερες πατάτες. Ο ιδιοκτήτης παραφύλαγε, κάθε νύχτα την περνούσε ξάγρυπνος, όμως σε κάποια στιγμή τα βλέφαρα του έκλειναν, κι εκείνη τη στιγμή ακριβώς εξαφανιζόντουσαν οι πατάτες, κι απόμεναν οι πρόσφατες τρύπες στο χώμα.
Μια νύχτα ο άνδρας καμώθηκε πως κοιμάται. Ξάπλωσε ανέμελα στη μέση του χωραφιού, κι άρχισε να ροχαλίζει, παραμονεύοντας με το ένα μάτι. Πέρασαν οι ώρες, κι όταν κόντευε να ξημερώσει, μια έντονη λάμψη τον έκανε ν' αναπηδήσει.
Το φως τον τύφλωσε, και πήρε μεγάλη τρομάρα.
Οι κλέφτες δεν ήταν άνδρες, αλλά γυναίκες.
Κατάφερε να γραπώσει τη μια. Οι υπόλοιπες το έσκασαν σαν αστραπή στον ουρανό, κι απόμειναν εκεί πάνω, να φωτίζουν το πέρας της νύχτας. Το αιχμάλωτο αστέρι ορκίστηκε να επιστρέψει όλες τις πατάτες, και τον παρακάλεσε:
«Μη με αναγκάσεις να ζήσω στη γη.»
Όμως δεν την άφησε να φύγει. Σκέπασε με μάλλινα ρούχα την αστραφτερή γύμνια της, και την έκλεισε στο σπίτι του.
Μετά από λίγο απέκτησαν ένα παιδί, που γεννήθηκε νεκρό.
Ένα απόγευμα, σε μια στιγμή απροσεξίας, το αστέρι το έσκασε ψηλά. Με τη βοήθεια του κόνδορα, ο άνδρας την ακολούθησε.
Ο άνδρας και ο κόνδορας άρχισαν να γερνούν κατά τη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού, και όταν τελικά έφτασαν, ήταν πολλών αιώνων. Όμως αμέσως βυθίστηκαν στη λίμνη του χρόνου, κολύμπησαν, κι αναδύθηκαν νέοι.
Τότε εκείνος άρχισε να τρέχει πάνω κάτω στα γαλακτερά μονοπάτια του Γαλαξία. Καθώς περιφέρονταν, αναγνώρισε το αστέρι του. Και το παρακάλεσε να τον αφήσει να μείνει.
Έζησαν μαζί, σε μια κρυψώνα του ουρανού.
Κάθε απόγευμα, εκείνη πήγαινε με τις αδερφές της να φωτίσει τη νύχτα του σύμπαντος και κάθε ξημέρωμα επέστρεφε, φέρνοντας από τη γη φαγητό, που το έβρισκε όταν γλιστρούσε μέσα στις σιταποθήκες του ήλιου και της σελήνης.
Αυτά συνέβαιναν, μέχρι μια ωραία μέρα.
Ένα πρωινό το αστέρι δε φάνηκε ξανά, και ο άνδρας άρχισε να τριγυρνά στη κρύα ομίχλη του ουρανού, νηστικός και μονάχος, φωνάζοντας την. Ο κόνδορας τον έφερε πίσω στη γη, κι εκεί πέθανε από τον καημό.
Δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη. Από το στόμα του, που δεν το άνοιγε ούτε για να φάει, δεν ακούστηκε τίποτα. Ίσως γιατί είχε χαζέψει, σαν αστροχτυπημένος, ίσως γιατί ένιωθε πως στη γη δεν θα τον πίστευαν, θα θεωρούσαν την ιστορία του ένα ψέμα, ή μια παραίσθηση ενός φτωχού θνητού που πίστεψε πως ήταν θεός στο θρόνο του βασιλείου της νύχτας.
Όσο για εκείνη, οι αστρολόγοι δεν συμφωνούν. Μερικοί λένε πως έπαψε να τον αγαπά, και άλλοι πως απλώς αποκαλούν αγάπη τη λύπηση ή την περιέργεια.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι εκείνη τον έδιωξε, για να μην τον δει να πεθαίνει. Κατά τους ειδήμονες αυτούς, τα αστέρια δεν καταλαβαίνουν τη συνήθεια μας να ζούμε μόνο μια στιγμούλα, όπως δεν καταλαβαίνουν την τρελή μας επιθυμία ν' ανέβουμε στον ουρανό: τ' αστέρια δεν γνωρίζουν τίποτα για τον ανθρώπινο θάνατο, αλλά ξέρουν πολύ καλά πως πέρα από τα σύννεφα ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξαναγεννηθεί στα παιδιά και τις πατάτες που σπέρνει, ούτε στους έρωτες που αφήνει.
Άλλοι πάλι λένε πως ήταν αναγκαστικός αποχωρισμός. Ο ήλιος και το φεγγάρι είχαν προειδοποιήσει το αστέρι ότι θα έπρεπε να αλλάξει Γαλαξία για να μπορέσει να ζήσει με τον παρείσακτο. Αυτό δεν γινόταν να συνεχιστεί: σε κάθε συζυγικό καβγά, ο άνδρας γερνούσε εκατό χρόνια, ενώ το αστέρι παρέμενε στο απόλυτο σκοτάδι. Είναι αλήθεια πως αργότερα, όταν συγχωρούσαν τις κακίες αναμεταξύ τους, εκείνος επανακτούσε τον αιώνα που είχε χάσει, κι εκείνη γινόταν φωτεινότερη παρά ποτέ, όμως ο ουρανός δεν μπορούσε να βλέπει τη γαλήνη του να έχει παρόμοια σκαμπανεβάσματα. Τότε, απ' ό, τι φαίνεται, οι αρχές στον ουρανό αποφάσισαν να αφήσουν ήσυχες τις πατάτες που τόσο τους άρεσαν, και ο δρόμος προς τη γη σβήστηκε τελείως από το χάρτη.
Το αστέρι μετάνιωσε που είχε υπακούσει στη διαταγή που το καταδίκαζε στη μοναξιά. Αυτά ισχυρίζεται ένας ειδήμονας, που πέρασε τη ζωή του φωτογραφίζοντας τους διάττοντες αστέρες. Διαβεβαιώνει, και λέει πως έχει αποδείξεις, ότι τα πεφταστέρια είναι το ίδιο και το αυτό αστέρι. Εκείνο το μοναδικό φως που ταξιδεύει, είναι το αστέρι που κάποτε γνώρισε τον κίνδυνο και τη χαρά της ανθρώπινης αγκαλιάς, τρόμαξε, το ‘βαλε στα πόδια, κυνηγήθηκε και πιάστηκε. Από τότε το βουβό της κορμί, που είχε τραγουδήσει για τον άνδρα, και έμαθε ότι είχε γεννηθεί για να είναι δύο ή τίποτα, τώρα πετά τρελά μέσα στη νύχτα, αναζητώντας τον χαμένο δρόμο προς τη γη.
Από το βιβλίο του Eduardo Galeano, "Οι λέξεις ταξιδεύουν (με τα χαρακτικά του Jose Borges)", Εκδόσεις Πάπυρος
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ