ΦΥΛΕΣ ΤΩΝ ΖΩΔΙΩΝ
H Κακομαθημένη Πριγκηποπούλα και ο Φτωχός Αριστοκράτης
johnnyG @ 22.01.2010 04:58
Η Κακομαθημένη Πριγκηποπούλα πήρε το παχύ μαξιλάρι από τον καλομαθημένο πισινό μου και το πέταξε στο στάβλο για να κοιμούνται όσο το δυνατόν πιο άνετα τα γουρούνια.
Μου είπε: "Ξέρεις πως αυτά τα λαίμαργα ζώα είναι τα πιο ερωτικά από όλα; Γι' αυτό έχουν το καλύτερο κρέας και χορταίνεις. Οπότε πρέπει να τα φροντίζω καθημερινά".
Τη ρώτησα πως είναι δυνατό πια να επιλέγει να έχει στην αυλή της αυτά αντί για ελάφια, άλογα και γάτους, και που πέταξε το στεφάνι που της χάρισα μυστικά ένα βράδυ χωρίς φεγγάρι. Πήρα μισή απάντηση:
"Μικρούλη, δε μεγάλωσες. Δεν ξέρεις. Δεν έχεις μάθει. Αμάν και πότε θα ξεπεράσεις το φράκτη - σα να μην ψηλωσες καθόλου από τότε που μετράγαμε το μπόι μας και πετάγαμε βότσαλα στη λίμνη."
Ήξερα πως τα λόγια αυτά δεν είχαν ούτε μια σπιθαμή κάτω από την όχθη βάθος και πήρα το ξύλινο καραβάκι και το έκανα θρύψαλα όταν εκείνη έφυγε. Εκείνη τη στιγμή γέλασα δυνατά και έδειξα προς τον ήλιο του δειλινού ένα κάτασπρο παράξενο πουλί που μετανάστευε για πιο θερμά κλίματα: "Αυτό πετάει πιο ψηλά, και είναι αλήθεια. Τον πέρασε το φράκτη και κουτσούλησε τα κιγκλιδώματα με αυθάδεια".
Πήρε το φιόγκο που έδενε τα μαλλιά της και μου τον έκανε ένα κόμπο στο λαιμό - σαν παπιγιόν περίπου, μόνο που αυτό ήταν τραχύ σαν σπάγκος και σφιχτό σα θηλειά.
"Εντάξει, πού να σου μιλήσω τώρα. Δεν μπορώ καλά καλά να πάρω ανάσα. Τα κατάφερες καλά", της είπα και έφυγα από το σαλόνι περπατώντας στο κόκκινο χαλί προς την εξώπορτα. Κόντεψα να πέσω στο πλατύσκαλο. Καμμιά φορά αν περπατάς με το κεφάλι ψηλά, σκοντάφτεις.
Αυτό τον απαίσιο κόμπο, τον έβγαλα αμέσως και τον φύλαξα στην τσέπη μου. Δεν ήθελα ξεχάσω το δώρο που μου έκανε την τελευταία φορα που την είδα πριν παντρευτεί τον Ξεβράκωτο Πρίγκηπα που ερωτεύτηκε όταν βγήκε από το κελί της. Πιο πολύ, για αυτό ήμουν μαζί της μαλακός. Επειδή ζούσε σε ένα κελί για χρόνια και προσποιούνταν ότι είναι παλάτι, και ήταν η ψυχή της μαύρη αλλά τα ρούχα της κόκκινα φανταχτερά και έπαιρνε πόζες στον καθρέφτη της σα να βρισκόταν σε αίθουσα χωρού. Της πήγαινα νερό όταν διψούσε και με μάθαινε πως να φέρομαι σαν ευγενής.
Τί αστείο που ξέχασε τους ίδιους της τους τρόπους, σκέφτηκα, και τί ψέματα λέει για το μπόι της! Με κοιτάζει στεκούμενη στις μύτες των ποδιών της όταν με χαιρετά πια από μακριά. Δε λέω, έχω αποκτήματα αρκετά. Είμαι ένας καλοντυμένος λέτσος, περιποιούμαι τα μουστάκια μου και τα στρίβω σπειρωτά. Δεν μεγάλωσα το ίδιο όπως εκείνη για να εκτιμώ τα οικόσιτα ζώα και τις απολαύσεις των φαγητών που μαγειρεύεις με αυτά, και για αυτό το λόγο τώρα, με περιγελάνε πιο πολύ οι χωρικοί.
Γύρισα στο χωριό για να περιμαζέψω τα υπάρχοντά μου και ο δρόμος της επιστροφής στην πόλη περνάει από τη φωλιά των Δράκων. Τον άλλοτε δικό της, αυτόν που την είχε φυλακίσει, τον έσωσα από τους πρίγκηπες, κι εκείνη από το Δράκο της. Δεν πήρα λάφυρα, δεν είχε περάσει καν από το νου μου. Πήρα ένα γράμμα με όλες τις σημειώσεις που κράτησα, για να διασκεδάζω τους συνταξιδιώτες μου. Τόσο θα μου είναι χρήσιμο, επειδή ξέχασα κιόλας να σχεδιάσω τη διαδρομή. Δηλαδή, εμεινα χωρίς τίποτα: μόνο με μια ιστορία για μια πριγκηποπούλα που παραμένει φυλακισμένη, και έναν φτωχό αριστοκράτη που έμαθε να την διηγείται...
ΦΥΛΕΣ - ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙΣ
- loading...
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΧΟΛΙΑ
- loading...
- loading...
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ