Πάει
πολύ καιρός που δε γράφω. Έχουν περάσει μήνες που δε ζω, απλά διαρκώ μεταξύ
γραφείου και βιολογίας, με τις αισθήσεις μου ενδόμυχα τελματωμένες. Δυστυχώς,
ούτε έτσι βρίσκω ανάπαυση: ακόμη και μέσα στη σήψη γίνεται ζύμωση.
Πάει πολύς καιρός που, όχι μόνο δε γράφω, μα ούτε καν
υπάρχω. Μου φαίνεται πώς σχεδόν δεν ονειρεύομαι πια. Οι δρόμοι είναι πια για
μένα σκέτοι δρόμοι. Κάνω τη δουλειά του γραφείου συνειδητά και με προσοχή, δεν
μπορώ όμως να πω και χωρίς να αφαιρούμαι: από πίσω, αντί να σκέφτομαι, κοιμάμαι
-πάντα όμως πίσω απ' τη δουλειά είμαι κάποιος άλλος.
Πάει πολύς καιρός που δεν υπάρχω. Είμαι απολύτως ήσυχος.
Κανείς δεν με ξεχωρίζει από αυτόν που είμαι. Με νιώθω τώρα να αναπνέω σα να
είναι κάτι που επιχειρώ για πρώτη φορά ή με μεγάλη καθυστέρηση. Αρχίζω να έχω
συνείδηση πως έχω συνείδηση. Ίσως αύριο να ξυπνήσω μέσα μου και να ξαναπιάσω
την πορεία της ύπαρξής μου από εκεί που την έχω αφήσει. Δεν ξέρω αν έτσι θα
είμαι περισσότερο ή λιγότερο ευτυχισμένος. Δεν ξέρω τίποτα. Σηκώνω το κεφάλι
μου του περιπατητή που είμαι και βλέπω πάνω στο λόφο του Φρουρίου: το
ηλιοβασίλεμα, από τα νώτα μου, φλέγεται σε δεκάδες παράθυρα, λαμπάδες ψηλές
κρύας πυράς. Γύρω από αυτά τα σκληρά φλόγινα μάτια, ο λόφος γλυκαίνει από το
τέλος της ημέρας. Μπορώ τουλάχιστον να αισθάνομαι θλιμμένος και να έχω
συνείδηση πως μ' αυτή τη δική μου θλίψη διασταυρώνεται τώρα -όπως το βλέπω με
την ακοή- ο ξαφνικός θόρυβος του τραμ που περνάει, οι φωνές των νεαρών που
κουβεντιάζουν, το λησμονημένο βουητό της ζωντανής πόλης.
Πάει πολύς καιρός που δεν είμαι εγώ.
Fernando Pessoa (Μπερνάρντο Σοάρες σ' αυτό το βιβλίο)
Tο Βιβλίο της Ανησυχίας
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ