Συμβαίνει συνήθως (ή, αν θέλετε, συνέβαινε, τω καιρώ εκείνω) γύρω στα δεκάξι…
Είναι το πάρτυ της χρονιάς – και είσαι καλεσμένη και συ.
Κι όχι μόνο εσύ – είναι καλεσμένος κι ο Γιάννης του Γ3.
Που παίζει πίβοτ στη σχολική ομάδα, και η κολλητή σου ορκίζεται, να μη σώσει να δει τους Sonic Youth live, ότι αυτός σε κοιτάει.
Οι πρώτες πρόβες γίνονται δειλά…παίρνεις με δέος αντάξιο του Holy Graal, τις λουστρινένιες μαύρες γόβες της μάνας, από του «Στράντζαλη». Βγάζεις το βαμβακερό σοσόνι, το πόδι σου γλυστράει μέσα, ύστερα το άλλο.
Είναι μεγάλες οι ρημάδες. 38 η μαντάμ, 35 εσύ.
Για το «Μούγερ» είσαι, κοπελιά, αλλά το παλεύεις να τις περπατήσεις (ακούς τα πνιχτά γελάκια της «μαντάμ μάνας» πίσω από τη συρόμενη, και θες να την πνίξεις).
Ξεφυσάς απογοητευμένη – τις χαιδεύεις με δέος και τις ξαναβάζεις στο κουτί τους. Αποφασισμένη να προχωρήσεις σε αυτοξεκοιλιαστικά πράγματα, τύπου Ζαν ντʼ Αρκ…θα πάω με τα σταράκια μου και να πά να χεστούνε.
Αλλά…
Αλλά χαντακώνεται το μπλε φορεματάκι με τα σταράκια.
Στο διάλο.
Στο διάλο στο διάλο στο διάλο.
Κι η μαντάμ μάνα, που είναι άνθρωπος καλός, σε πάει για τα πρώτα ψηλοτάκουνα. Και δοκιμάζεις. Και βάζεις και βγάζεις, και σκάει η μάνα μισό μηνιάτικο και τα παίρνεις – διότι ξέρει τι γονίδιο φέρεις κι ότι θα μείνεις εκεί, στούμπος 1,64 κι άρα και το πόδι σου θα είναι σαν της γκέισσας, οπότε επενδύει. Σου λέει «πάρτα καλά να της κρατήσουνε – να τα βάλει και το Πάσχα»…
Κι έρχεστε σπίτι οπού πλέον «κι εσύ λάμπεις, Μπάμπη μου»..
Και ξεκινούν οι πρόβες πώς το περπατάμε το ρημάδι.
«Μην πάς έτσι παιδί μου, λες κι έχει μαϊστρο και κουνάει! Ίσιωνε, πάρτʼ αλλιώς»
Και το πετυχαίνεις – κι είναι καλύτερα κι από το 18 στην Άλγεβρα.
Κι έρχεται η μεγάλη βραδιά, και λάμπεις πολύ Μπάμπη μου: έχει πέσει η πρώτη μάσκαρα κι οι βλεφαρίδες, μεγάλες κι από μόνες τους, μόνο κλικλικλικ που δεν κάνουνε. Και τα χειλάκια πετροκέρασο.
Και ξεχνιέσαι γιατί είσαι βόδι και βρέφος (μαζί) και τρίβεις με το κουλό σου τα μάτια. Και σε επαναφέρει σε θεογνωσία και σε σουλούπωμα η κολλητή «καλά επίτηδες το κάνεις;!»
Κι είσαι στο πάρτυ. Και σʼ έχουνε τσακίσει τα ρημάδια, κι είναι κάθε βήμα σου λες και γίνεται απάνω σε σπασμένα μπουκάλια…μα εσύ χαμογελάς. Γιατί λάμπεις και γιατί είσαι δεκάξι, Μπάμπη μου.
Κι έρχεται, εκεί που κάθεσαι μʼ ευγνωμοσύνη στο πρώτο άδειο κάθισμα που βρέθηκε, ο Γιάννης. Του Γ3. Που είναι 1,88 και μοσχομυρίζει Old Spice του πατέρα του.
Και γέρνει όλο του το 1,88 και τραυλίζοντας, κόκκινος ωσάν ντομάτα Σαντορινιά, κάτι που πρέπει να είναι πρόσκληση να χορέψετε, σε παίρνει από το χέρι.
Και παίζει το ʽWonderful tonight” , και κουρνιάζεις στην αγκαλιά του, που μυρίζει Old Spice – κι ο Γιάννης σε πατεί λες και το ʽχει τάμα, κι ακούς όλη την ιστορία εκείνου του, άδικα των αδίκων, σφυριγμένου φάουλ στον αγώνα με το Λύκειο της Κάτω Λεστινίτσας, με ένα αγγελικό χαμόγελο, γιατί είναι ΤΕΛΕΙΑ Μπάμπη μου, όλα είναι τέλεια.
Και γυρνάς σπίτι με 50 λεπτά καθυστέρηση, κι ακούς τον εξάψαλμο με το ίδιο χαμόγελο της λοβοτομημένης. Κι εκλαμβάνεται το χαμόγελο ως επιπλέον γαϊδουριλίκι από την Ελληνίδα μάνα, και πέφτει κι η ξανάστροφη κατευόδιο για τον ύπνο.
Και σβήνουν τα φώτα, κι εσύ, φώτα κλειστά και μάτια ορθάνοιχτα στο σκοτάδι, χορεύεις ακόμα με τις νεράιδες.
Και στραβοπαρατημένα, δίπλα στο κρεβάτι, συνεχίσουν να χορεύουν και τα ιστορικά σου πρώτα ψηλά τακούνια.
(… αφιερωμένο. Ξέρει αυτός ποιος. )
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ