Δεν ξέρω. Ειλικρινά, δεν ξέρω.
Απλώς ξύπνησα πριν μέρες και νιώθω σαν να έχω καταπιεί ένα πεθαμένο μωρό και έχει σφηνώσει στον οισοφάγο.
Κοιμόμουν, δεν θυμάμαι τι έγινε. Ούτε στα όνειρα θυμάμαι τι συνέβη. Από τότε κάθε βράδυ αποκοιμιέμαι δύσκολα, τα πάντα είναι αποπνικτικά και τα όνειρα ξεχνιούνται το πρωί. Ούτε τους χτύπους της καρδιάς μου ακούω πλέον αν και ξέρω ότι είναι εκεί. Σε τι κατάσταση όμως;
Αντιμέτωπη με το θάνατο, τόσο νέα! Μα εγώ δεν το φοβάμαι το τέλος… τώρα τι;
Κοιτάω το ρολόι. Δουλεύει. Περιμένω. Τίποτα.
Κάθε μέρα το ίδιο. Μέσα σʼ όλο αυτό χάλασε και το παντζούρι, δεν ανοίγει.
Τικ, τακ, τικ, τακ. Αυτό που λένε «δουλεύει ρολόι». Τυχαίο; καθόλου. Ο πούστης ο χρόνος είναι και κάνει ότι θέλει. Πότε σου φέρνει κάτι, πότε σου παίρνει, πότε περνάει και δεν τον προλαβαίνεις, πότε επιβραδύνει χωρίς να σε ρωτήσει… κανένας έλεγχος επάνω του.
Πιο άσχημο βέβαια είναι να περνάει από μπροστά σου ο εαυτός σου και να μην τον βλέπεις καν. Κι όταν μετά γυρνάς το κεφάλι να δεις από πού φύσηξε το αεράκι, βλέπεις ενοχές στο πέρασμα του.
Ναι. Και γιατί είναι λάθος δηλαδή; Θέλω κάτι και το θέλω τώρα. Βαρέθηκα να περιμένω, να υπομένω, να φουσκώνω και να ξεφουσκώνω. Γιατί ο χρόνος να πρέπει να μου δίνει μαθήματα ; Και γιατί να είναι όλα τόσο δύσκολα; Όχι, δεν είμαι κακομαθημένη. Αγχωμένη είμαι, κουρασμένη.
Επανάληψη: έξυπνο τρικ που χρησιμοποιείται για να εξυπηρετήσει την κωμωδία.
Γελάει κανείς; Ίσως αυτός. Να δεις που αυτός κρύβεται πίσω από το χαλασμένο παντζούρι και γελάει με την ψυχή του. Για τις δικές μας μη μιλήσουμε…
Και το μωρό, να δεις, αυτός το σκότωσε και χωρίς να με ρωτήσει το έχωσε εκεί μέσα επίτηδες. Κανένας έλεγχος επάνω του, κανένας έλεγχος επάνω μου.
Νομίζω ότι τώρα πέθανα. Δεν ξέρω. Ούτε να το εξακριβώσω δεν μπορώ.
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ