Αγαπημένη,
Η νύχτα δεν έχει εποχή. Χειμώνας και καλοκαίρι ενώνονται και καταργούνται στο σύνορο της δύσης. Ιδρώτας κυλάει στο σώμα το καλοκαίρι όταν περπατάς για να πάρεις το τελευταίο συρμό. Ιδρώτας και το χειμώνα που τρέχεις να προφτάσεις το τρένο που βλέπεις να περνά από μπροστά σου. Αυτό το τρένο... Η μηχανική απειλή του τελευταίου δρομολογίου. Κι αν το χάναμε;
Αυτά τα πόδια πλέον με κουβαλάνε. Το σώμα μου με περπατάει μηχανικά όπου προσπαθώ να φτάσω. Είμαι ξένος ή είναι ξένο αυτό; Τρένο και επιβάτης, ράγες και σταθμός, όλα όσο χρειάζεται αργά και όσο χρειάζεται αργοπορημένα. Σαν μια αιώνια επανάληψη του ίδιου κοσμικού αστείου. Σαν μια αόρατη απειλή που επιτάσσει να προλαβαίνω στο μεταίχμιο το βαγόνι. Η πόρτα θα κλείσει με εμένα ξανά επιβάτη και θα με ακούσεις να λέω "Αντέχω".
"Αγαπητοί επιβάτες, παρακαλείστε να προσέχετε τα προσωπικά σας αντικείμενα."
Κενά βαγόνια γεμάτα ανθρώπους. Κενά βλέμματα και κενές φωνές που παρασύρονται από κενές ριπές αέρα που νιώθεις πως με το ζόρι τον αναγκάζουν να μπει μέσα από το μισάνοιχτο παράθυρο.Μια νύχτα από αυτές που έρχονται η φωνή στο τρένο θα παρακαλέσει να προσέχουμε τα κενά μας αντικείμενα. Ίσως τότε καταφέρω να κατέβω σε μια άλλη στάση. Ή ακόμη καλύτερα! Ίσως ο τελευταίος συρμός περάσει σα φωτοβολίδα μπρος από τα μάτια μου. Και τότε πια θα είμαστε ασφαλείς ψυχή μου - δεν θα μας καταδιώκει κανένας προορισμός, κανένα άδειο σπίτι, κανένα παγωμένο κρεβάτι και καμιά προσμονή.
Ναι, λέω ψέματα. Έχεις δίκιο... Ήδη τίποτα από αυτά δεν περιμένει. Μόνο αυτή η ελπίδα μένει. Αυτός ο άγνωστος θεός που δεν λέει να σταυρωθεί. Επιμένει. Αντιστέκεται σαν το φως του ήλιου πριν δύσει. Μη μου πεις ότι δεν το έχεις δει ποτέ; Γίνεται θαρρείς πιο ζεστό και πλήρες ζωής λίγο πριν σβήσει κάτω από τη γραμμή του ορίζοντα. Λες και παραμένει πάνω στα μάτια επίτηδες, λες και τα γεμίζει με περισσότερη ζεστασιά για να ελπίζουμε και στην επόμενη ανατολή. Για να πούμε από μέσα μας "αντέχω".
"Αγαπητοί επιβάτες, μετά το χαρακτηριστικό ήχο για το κλείσιμο των θυρών του συρμού παρακαλείστε να απομακρύνεστε από αυτές γιατί ο συρμός αναχωρεί αμέσως."
Όλα βιαστήκαμε να τα κάνουμε. Λόγια αγάπης και τρυφερότητας που αντηχούσαν σε γκρίζους τοίχους. Όνειρα και αποφάσεις που διέρρηξαν απ' άκρη σ' άκρη το σώμα με χαρακιές που όταν ξαπλώνεις μόνος σου στα σκοτεινά αισθάνεσαι το κενό που άφησαν. Που χάσαμε το νήμα; Που είναι ο μίτος και η Αριάδνη; Πόσες ζωές αφιερώσαμε σα σπονδή σ' αυτό τον άγνωστο θεό; Ποιος νιώθει αγάπη;
Μόνο αυτή η ιερόσυλη ελπίδα μένει εκεί. Κολλά πάνω σου σαν το ρούχο που κολλά από τον ιδρώτα όταν τρέχεις να προλάβεις το τελευταίο τρένο. Και πιο πριν έχει σύρει το σώμα σου στο σταθμό όπως ένα μελτέμι σηκώνει στον αέρα τα άδεια κουφάρια των τζιτζικιών που κρέμονται από σκουριασμένους φράχτες και παραθυρόφυλλα σπιτιών που πια κανείς δεν κατοικεί. Σκόρπια κομμάτια σκόρπιων ψυχών. Κερματισμένες καρδιές με ακρωτηριασμένους χτύπους. Ποιος νιώθει αγάπη;
Πόσες αντοχές έχουν ήδη τεμαχιστεί πίσω από ένα "άντεχω" γεμάτο βουβούς ωκεανούς εγκατάλειψης;
Που πάνε άραγε αυτά τα αποκομμένα άκρα της δύναμης μας; Που χάνονται;
Ίσως σε ένα σύμπαν που οι μόνες διαστάσεις είναι τα συναισθήματα μας, αυτά τα κερματισμένα μέλη μας να γίνονται αστερισμοί και κοσμικά πυροτεχνήματα.
Ίσως κάθε στιγμή να ξεπηδούν, σαν μωρά φτιαγμένα από το υλικό του τίποτα, γαλαξίες αγάπης, που κάποιοι μετά από εμάς θα ανακαλύψουν και θα αναρωτηθούν ποιος άγνωστος θεός και ποια σκοτεινή ύλη τους γέννησε.
Πόσο λίγος ο κόσμος που τα μάτια μας βλέπουν και πόσο μεγάλα πεδία αντηχούν, πίσω από ένα "αντέχω";
"Τερματικός σταθμός. Οι επιβάτες παρακαλούνται να αποβιβαστούν."
Το μόνο που λαχτάρησα ποτέ να ακούσω ήταν να μου πεις "Αντέχω κι εγώ.". Μα ποτέ δε το κατάλαβες.
Καληνύχτα να έχεις ότι εποχή κι αν κάνει εκεί έξω.
ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ
ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΛΙΓΗ ΩΡΑ
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ